Τραχηλίτιδα

Με τον όρο τραχηλιτίδα εννοούμε την φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας, η οποία μπορεί να αφορά τόσο το πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο του εξωτραχήλου, όσο και το αδενικό μονόστιβο κυλινδρικό επιθήλιο του ενδοτραχήλου.

Η τραχηλίτιδα είναι μια συνηθισμένη γυναικολογική πάθηση και υπολογίζεται ότι το 50% των γυναικών θα προσβληθεί από τραχηλίτιδα σε κάποια περίοδο της ενήλικης ζωής τους. Οι τραχηλίτιδες μπορεί να είναι οξείες ή χρόνιες, ασυμπτωματικές (χωρίς ενοχλήσεις) ή συμπτωματικές, ενώ ενδέχεται να συνοδεύονται από κολπίτιδα ή αιδοιοκολπίτιδα.

Αίτια

Στις πιθανές αιτίες τραχηλίτιδας, περιλαμβάνονται :

  • Βακτήρια

Η οξεία τραχηλίτιδα μπορεί να είναι πρωτοπαθής έπειτα από απευθείας μόλυνση του τραχήλου, ή δευτεροπαθής μετά από επέκταση της φλεγμονής από τον κόλπο, το αιδοίο, το ενδομήτριο ή την ουρήθρα. Τα συχνότερα αίτια της οξείας πρωτοπαθούς τραχηλίτιδας είναι ο γονόκοκκος (Νeisseria gonorrhoeae), τα χλαμύδια (Chlamydia trachomatis) και το μυκόπλασμα (Mycoplasma hominis / Ureaplasma uralyticum). Η δευτεροπαθής οξεία φλεγμονή μπορεί να προκληθεί από μικρόβια που προκαλούν κολπίτιδα (μύκητες, τριχομονάδες, Gardnerella vaginalis κ.λπ.) ή ενδομητρίτιδα. Η  χρόνια τραχηλίτιδα μπορεί να προκληθεί από διάφορους μικροοργανισμούς όπως οι σταφυλόκοκκοι, οι στρεπτόκοκκοι και οι εντερόκοκκοι κ.α.

 Στους προδιαθεσικούς παράγοντες που ευθύνονται για την ανάπτυξη τραχηλίτιδας μικροβιακής αιτιολογίας είναι οι τραυματισμοί του τραχήλου, το ενδομήτριο σπείραμα, η μη καλή υγιεινή της περιοχής των γεννητικών οργάνων, η έλλειψη βιταμινών και η παρουσία ξένων σωμάτων όπως π.χ. οι κολπικοί πεσσοί. Τραχηλίτιδα μικροβιακής αιτιολογίας μπορεί να αναπτυχθεί και μετά τον τοκετό.

  • Ιοί

Στους ιούς που μπορεί να προκαλέσουν τραχηλίτιδα ανήκουν ο ιός του απλού έρπητα–σχεδόν πάντα ο τύπος ΙΙ (έρπης των γεννητικών οργάνων-herpes simplex type II) και ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων HPV.

  • Άσηπτη εξ ερεθισμού

Το συγκεκριμένο είδος τραχηλιτίδας δεν οφείλεται σε κάποιο μικροβιακό παράγοντα αλλά στον χρόνιο ερεθισμό του τραχηλικού επιθηλίου από διάφορες αιτίες. Σε ένα μεγάλο ποσοστό, ειδικά στις νεότερες γυναίκες, η τραχηλίτιδα  μπορεί να οφείλεται σε χρόνιο ερεθισμό του τραχήλου της μήτρας από τη σεξουαλική επαφή, σε αλλεργία στο λάτεξ του προφυλακτικού, σε μικροτραυματισμούς ή  στην παρουσία του φυσιολογικού εκτρόπιου του τραχήλου. Η τραχηλίτιδα από ερεθισμό απαντάται επίσης και στις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες λόγω της ατροφίας του επιθηλίου. Επιπρόσθετα, οι τοκετοί, οι αμβλώσεις, οι αποξέσεις, η ακτινοθεραπεία σε περιπτώσεις καρκίνου του τραχήλου της μήτρας μπορούν να ευθύνονται για την εμφάνιση  φλεγμονής του τραχήλου από  ερεθισμό.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα είναι συνήθως μη ειδικά, ενώ πολλές ασθενείς είναι ασυμπτωματικές (ιδιαίτερα σε χλαμυδιακές λοιμώξεις). Όταν εμφανίζεται συμπτωματολογία, αυτή χαρακτηρίζεται κυρίως από την παρουσία δύσοσμης βλεννοπυώδους κολπικής έκκρισης. Επιπλέον, μπορεί να εμφανιστεί σταγονοειδής κολπική αιμόρροια, ιδίως μετά τη σεξουαλική επαφή.  Υποκειμενικά συμπτώματα είναι ο κνησμός και ο καύσος (κάψιμο) στα έξω γεννητικά όργανα και η δυσπαρευνία (πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή). Στις περιπτώσεις επέκτασης της φλεγμονής και προσβολής του ανώτερου γεννητικού συστήματος (φλεγμονώδης νόσος πυέλου ή ενδομητρίτιδα) μπορεί να  εμφανιστεί  πυρετός και άλγος υπογαστρίου  με πιθανή αντανάκλαση στη μέση. Η τραχηλίτιδα που οφείλεται σε γονόκοκκο, ενδέχεται να συνοδεύεται από ουρηθρίτιδα, συχνουρία και δυσουρία (πόνος στην ούρηση).

Οι οξείες τραχηλίτιδες μπορούν να προκαλέσουν υπογονιμότητα, αφού οι εκκρίσεις του τραχήλου της μήτρας σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι τοξικές για το σπέρμα. Υπογονιμότητα μπορεί να προκληθεί και από κολπίτιδα με γονόκοκκο ή χλαμύδια, ανιούσα λοίμωξη προς το ενδομήτριο, τις σάλπιγγες και το περιτόναιο  με πρόκληση οξεία φλεγμονής των σαλπίγγων ή του περιτοναίου.

Διάγνωση

Η διάγνωση είναι κλινική και βασίζεται στα δύο κύρια σημεία της βλεννοπυώδους τραχηλικής εκκρίσεως και της ευθρυπτότητας και ερυθρότητας της περιοχής του τραχηλικού στομίου. Στην γυναικολογική εξέταση ο τράχηλος είναι εξέρυθρος, με ή χωρίς βλεννοπυώδη έκκριση από τον ενδοτράχηλο. Ακόμα και ο ελαφρύς  τραυματισμός της  περιοχής του τραχήλου με βαμβακοφόρο στυλεό μπορεί να προκαλέσει αιμορραγία, λόγω της  ευθρυπτότητας της περιοχής. Επιπλέον,  μπορεί να παρατηρηθεί οιδηματώδες τραχηλικό εκτρόπιο και άλγος κατά την ψηλάφηση ή την κίνηση του τραχήλου (σε συνυπάρχουσα φλεγμονώδη νόσο πυέλου). Φυσαλιδώδεις βλάβες ή έλκη είναι χαρακτηριστικά ερπητικής λοίμωξης, ενώ η παρουσία στικτών αιμορραγιών  (strawberry cervix) παραπέμπει σε τριχομοναδική λοίμωξη. Στις περιπτώσεις κοριτσιών πριν την εφηβεία με γονοκοκκική ή χλαμυδιακή τραχηλίτιδα, θα πρέπει να τίθεται πάντα  η υποψία της σεξουαλικής κακοποίησης.

Οι φλεγμονώδεις βλάβες του τραχήλου (εξωτραχηλίτιδα-ενδοτραχηλίτιδα) αναδεικνύονται και στο test Παπανικολάου, αλλά είναι μη ειδικές. Για την μικροβιολογική διάγνωση μπορούν να χρησιμοποιηθούν τραχηλικά και κολπικά δείγματα καθώς και δείγματα από ούρα. Η άμεση μικροσκόπηση υγρού επιχρίσματος μπορεί να αναδείξει τη παρουσία Gardenella vaginalis. Μοριακές μέθοδοι όπως οι ΝΑΑΤ (Nucleic Acid Amplification Testing), μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάγνωση γονοκοκκικής ή χλαμυδιακής λοίμωξης. Η ερπητική λοίμωξη μπορεί να επιβεβαιωθεί με ιϊκή καλλιέργεια, PCR, άμεσο ανοσοφθορισμό και ειδικό ορολογικό έλεγχο.

Θεραπεία

Η θεραπεία εξαρτάται από το παθογόνο αίτιο, τη βαρύτητα της φλεγμονής, το ιστορικό προηγούμενης θεραπείας και την ηλικία της γυναίκας.

 Στην οξεία τραχηλίτιδα, συνιστάται καλλιέργεια κολπικού και τραχηλικού υγρού και επί απομόνωσης του λοιμογόνου παράγοντα χορηγείται ανάλογη φαρμακευτική αγωγή την οποία ακολουθεί και ο σύντροφος. Συνιστάται αποχή από τη σεξουαλική δραστηριότητα μέχρι την ολοκλήρωση της θεραπείας. Δεν συνιστάται επανέλεγχος για τη διαπίστωση της εκρίζωσης τη χλαμυδιακής ή γονοκοκκικής λοιμώξης. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις με εμμένουσα συμπτωματολογία ή μη συμμόρφωσης στη θεραπεία καθώς και η εγκυμοσύνη. Ο επανέλεγχος πραγματοποιείται συνήθως 3 εβδομάδες μετά τη θεραπεία. Επανέλεγχος σε ασθενείς υψηλού κινδύνου για επαναμόλυνση (όπως οι νεαρές σεξουαλικά ενεργές έφηβοι ή οι νεαρές ενήλικες) πραγματοποιείται εντός 4 μηνών μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.

Στη χρόνια τραχηλίτιδα, η θεραπεία μπορεί να είναι φαρμακευτική, όπως και στην οξεία. Σε  εμμένουσα, όμως,  τραχηλίτιδα, παρά την φαρμακευτική θεραπεία και εφόσον αποκλεισθεί το ενδεχόμενο κακοήθειας, μπορεί να απαιτηθούν μέτρα επεμβατικού χαρακτήρα όπως η κρυοπηξία,  ο ηλεκτροκαυτηριασμός , το L.A.S.E.R. και το Shallow Loop Ablation. Η χρόνια τραχηλίτιδα θα πρέπει να θεραπεύεται ακόμα και αν είναι ασυμπτωματική. Οι περιπτώσεις υποτροπιάζουσας τραχηλίτιδας θα πρέπει να συνοδεύονται από  κολποσκοπική εκτίμηση του τραχήλου της μήτρας, του κόλπου και του αιδοίου.

Στις περιπτώσεις τραχηλίτιδας από μη λοιμώδη αίτια, έχει φανεί ότι η απομάκρυνση του αιτιολογικού παράγοντα (ξένο σώμα όπως πεσσοί ή άλλη ερεθιστική ουσία όπως κολπικά υπόθετα και αποσμητικά) συνήθως οδηγεί σε ίαση.