Υπερπλασία Ενδομητρίου

Ο βλεννογόνος που επενδύει το εσωτερικό της μήτρας καλείται ενδομήτριο και αποτελείται από δύο στιβάδες, την εξωτερική βασική στιβάδα προς το μυομήτριο και την εσωτερική λειτουργική στιβάδα προς τη κοιλότητα της μήτρας.

Η λειτουργική στιβάδα του ενδομητρίου, υπό την επίδραση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης,  υφίσταται κυκλικές μεταβολές (αύξηση/μείωση πάχους και αγγείωσης) κατά τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου από την  εμμηναρχή  μέχρι την εμμηνόπαυση. Οι μεταβολές αυτές σχετίζονται με την ανάπτυξη και ωρίμανση του γρααφιανού ωοθηλακίου, την ωορρηξία και την επακόλουθη ανάπτυξη του ωχρού σωματίου. Εάν το ωάριο δε γονιμοποιηθεί ή δεν εμφυτευθεί γονιμοποιημένο στη μήτρα, η λειτουργική στιβάδα του ενδομητρίου αποπίπτει με την εμφάνιση της περιόδου και την έναρξη νέου κύκλου με επακόλουθη αναγέννηση της λειτουργικής στιβάδας από την βασική.

Η παθολογική αύξηση του πάχους του ενδομητρίου, πέραν των φυσιολογικών διακυμάνσεων, χαρακτηρίζει την οντότητα της υπερπλασίας του ενδομητρίου. Ως ανώτερα φυσιολογικά όρια του πάχους του ενδομητρίου, έχουν θεσπιστεί τα 14 χιλιοστά για την γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας και τα 5 χιλιοστά σε γυναίκες στην εμμηνόπαυση. H υπερπλασία του ενδομητρίου δεν είναι μια ενιαία μορφολογική οντότητα, αλλά αποτελείται από διάφορους τύπους αλλοιώσεων των αδένων και του στρώματος του ενδομητρίου. Οι τύποι αυτοί αποτελούν ένα ευρύ φάσμα προκαρκινικών αλλοιώσεων που αρχίζει από την απλή υπερπλασία χωρίς άτυπους μορφολογικούς χαρακτήρες μέχρι την άτυπη μορφή της υπερπλασίας και το καρκίνωμα in situ με δυνητική εξέλιξη σε διηθητικό καρκίνωμα του ενδομητρίου.

Ταξινόμηση

Οι τύποι της υπερπλασίας του ενδομητρίου ταξινομούνται με βάση την αρχιτεκτονική μορφολογία των αδένων σε απλή και σύνθετη (παλαιότερη ονομασία αδενοκυστική και αδενοματώδης αντίστοιχα) και την ύπαρξη ή μη κυτταρικής ατυπίας (WHO 1994).

Διακρίνονται, λοιπόν, 4 κατηγορίες :

  • Απλή υπερπλασία χωρίς ατυπία
  • Σύνθετη υπερπλασία χωρίς ατυπία
  • Απλή υπερπλασία με ατυπία
  • Σύνθετη υπερπλασία με ατυπία

Η πιθανότητα εξέλιξης σε καρκίνο του ενδομητρίου ποικίλει αναλόγως του ιστολογικού τύπου και ανέρχεται σε  1%, 3%, 8% και 29% αντίστοιχα.

Διάγνωση

Η αρχική διάγνωση γίνεται κυρίως κατά την εκτέλεση υπερηχογραφικού διακολπικού ελέγχου της μήτρας, συνήθως στα πλαίσια διερεύνησης ανώμαλης κολπικής αιμορραγίας, με την ανεύρεση αυξημένου πάχους του ενδομητρίου (άνω των 14 χιλιοστών στην  αναπαραγωγική ηλικία και άνω των  5  στην εμμηνόπαυση).  Αυξημένο πάχος ενδομητρίου μπορεί να ανευρεθεί τόσο σε περίπτωση υπερπλασίας του ενδομητρίου όσο και στις περιπτώσεις καρκίνου του ενδομητρίου ή καρκίνου των ωοθηκών λόγω παραγωγής υψηλών επιπέδων οιστρογόνων.

Η τελική, όμως, διάγνωση καθώς και η ιστολογική ταξινόμηση της βλάβης απαιτεί είτε τη διενέργεια διαγνωστικής απόξεσης της μήτρας είτε την εκτέλεση υστεροσκόπησης και ηλεκτροδιαθερμικής αφαίρεσης του ενδομητρίου. Συγκρίνοντας τις δύο μεθόδους, το ποσοστό διαγνωστικής εγκυρότητας στην περίπτωση της διαγνωστικής απόξεσης χωρίς υστεροσκόπηση κυμαίνεται από 69,8% έως 74%, ενώ της υστεροσκόπησης και ενδομήτριας βιοψίας από 92% έως 98%. Αμφότερες οι μέθοδοι, απαιτούν την ιστολογική εξέταση και επιβεβαίωση της βλάβης στα πλαίσια της ιστολογικής ταξινόμησης και του αποκλεισμού κακοήθειας.

Προδιαθεσικοί Παράγοντες

Δυνητικά, η υπερπλασία του ενδομητρίου προκαλείται από τη μακρόχρονη δράση υψηλών επιπέδων οιστρογόνων χωρίς τη παράλληλη προστατευτική δράση της προγεστερόνης. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε σε αυξημένη ενδογενή παραγωγή οιστρογόνων όπως συμβαίνει π.χ. στους ανωοθηλακιορρηκτικούς κύκλους, στη παχυσαρκία και στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είτε στην εξωγενή χορήγηση οιστρογόνων χωρίς τη παράλληλη χορήγηση προγεστερόνης. Η ίδια αιτία ενοχοποιείται και για τον καρκίνο του ενδομητρίου, κυρίως του τύπου Ι (ορμονοεξαρτώμενος), ο οποίος ανευρίσκεται σε νεότερες ασθενείς από αυτόν του τύπου ΙΙ. Λοιποί επιβαρυντικοί παράγοντες  είναι η ατοκία, η προχωρημένη ηλικία εγκατάστασης της εμμηνόπαυσης και ο σακχαρώδης διαβήτης. Υπερπλασία του ενδομητρίου μπορεί να παρατηρηθεί τόσο σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας όσο και σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Συμπτωματολογία

Η συμπτωματολογία περιλαμβάνει την εμφάνιση ανώμαλης κολπικής αιμορραγίας με ποικίλα χαρακτηριστικά όπως παράταση του χρόνου της περιόδου, αύξηση της ποσότητας του αίματος, αιμορραγία μεταξύ των περιόδων  καθώς και την εμφάνιση κολπικής αιμόρροιας στην εμμηνόπαυση.

Αυτό καθιστά προφανές ότι όλες οι γυναίκες ανεξαρτήτου ηλικίας με υπερβολική, ανώμαλη ή παρατεταμένη κολπική αιμορραγία και πρωτίστως οι γυναίκες με εμφάνιση  αιμορραγίας στην εμμηνόπαυση οφείλουν να υποβάλλονται χωρίς καθυστέρηση σε μια πρώτη διερεύνηση με υπερηχογραφικό έλεγχο.

Θεραπεία

Η θεραπεία εξαρτάται από το αποτέλεσμα της βιοψίας και την  ιστολογική έκθεση, την ηλικία καθώς και την επιθυμία διατήρησης της αναπαραγωγικής ικανότητας.

Η ριζική αντιμετώπιση της υπερπλασίας του ενδομητρίου που δεν είναι άλλη από την ολική υστερεκτομή μετά των εξαρτημάτων, μπορεί να συσταθεί σε  γυναίκες που δεν επιθυμούν διατήρηση της αναπαραγωγικής ικανότητας, σε γυναίκες στην εμμηνόπαυση καθώς και στις περιπτώσεις όπου απέτυχαν οι συντηρητικές θεραπείες.

Οι συντηρητικές θεραπείες όπου επιτρέπουν τη διατήρηση της αναπαραγωγικής ικανότητας περιλαμβάνουν την απόξεση της ενδομήτριας κοιλότητας, την υστεροσκοπική εκτομή ή εξάχνωση του ενδομητρίου, τη κυκλική ή συνεχή χορήγηση προγεσταγόνων για μεγάλο χρονικό διάστημα  ή την τοποθέτηση σπιράλ λεβονοργεστρέλης.

Όλες οι ανωτέρω συντηρητικές θεραπείες  προϋποθέτουν την μετέπειτα αυστηρή παρακολούθηση της ασθενούς για μεγάλο χρονικό διάστημα, στο οποίο ενδεχομένως να απαιτηθεί εκ νέου  λήψη βιοψίας του ενδομητρίου λόγω των αυξημένων ποσοστών υποστροφής της νόσου και αποτυχίας της θεραπείας καθώς και της συνυπάρχουσας σχετικής πιθανότητας εξέλιξης σε καρκίνο του ενδομητρίου.

Η κυκλική ή η συνεχής χορήγηση προγεσταγόνων, σε προεμμηνοπαυσικές και μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς αντίστοιχα, αποτελεί την πιο δοκιμασμένη μέθοδο φαρμακευτικής θεραπείας στην υπερπλασία του ενδομητρίου.  Προγεσταγόνα εκλογής κυκλικής χορήγησης αποτελούν η μεδροξυπρογεστερόνη  και η νορεθιστερόνη   (για 14 ημέρες το μήνα από την 10η μέχρι την 24η ημέρα του κύκλου και για 6 μήνες) σε κυμαινόμενες δόσεις 10-30 mg ημερησίως. Σε ότι αφορά την συνεχή χορήγηση προγεστερόνης, προγεσταγόνο εκλογής είναι η οξική μεγεστρόλη με δόσεις χορήγησης 40-160mg ημερησίως.