Τι είναι τα εμβόλια
Τα εμβόλια είναι βιολογικά παρασκευάσματα που χορηγούμενα προκαλούν τη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος μέσω της παραγωγής αντισωμάτων και ευαισθητοποιημένων Τ-λεμφοκυττάρων έναντι των παραγόντων που περιέχουν. Τα εμβόλια περιέχουν συνήθως ένα ή περισσότερους νεκρούς ή αδρανοποιημένους νοσογόνους παράγοντες ή εξουδετερωμένα παράγωγα αυτών τα οποία ευθύνονται για την εκδήλωση μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων ασθενειών.
Η χορήγηση των εμβολίων οδηγεί στην επίτευξη τεχνητής ενεργητικής ανοσίας ενώ μπορούν να έχουν τόσο προληπτικό (απόκτηση ανοσίας απέναντι σε κάποιον νέο μικροοργανισμό) όσο θεραπευτικό ρόλο. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορούν να εγγυηθούν πλήρη προστασία από κάποια ασθένεια, εντούτοις ακόμα και μία μερική, αργή ή αδύναμη ανοσία μπορεί να μετριάσει την εξέλιξη της ασθένειας οδηγώντας σε ένα χαμηλότερο ποσοστό νοσηρότητας ή/και θνησιμότητας με ελαφρύτερα συμπτώματα και ταχύτερη ανάρρωση.
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί η άνοδος ενός αντι-εμβολιαστικού κινήματος, το οποίο έχει καθαρά συνωμοσιολογικές βάσεις. Η κύρια ανησυχία υπήρχε για το τριπλό εμβόλιο MMR (ιλαρά/ερυθρά/παρωτίτιδα) και τον προσθετικό παράγοντα θιμεροζάλη και τη πιθανή σύνδεση του με την εκδήλωση αυτισμού. Το σύνολο όμως των μελετών αποδεικνύουν ότι τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό. Τα εμβόλια αποτελούν αναμφισβήτητα ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του 20ου αιώνα, καθώς η χρήση τους οδήγησε στην εξάλειψη διαφόρων σοβαρών και θανατηφόρων ασθενειών, όπως η ευλογιά και η πολυομυελίτιδα στις περισσότερες χώρες.
Η έναρξη του εμβολιασμού ξεκινώντας από τη βρεφική ηλικία αποσκοπεί στη προστασία έναντι σε σοβαρά νοσήματα, τα οποία θα είχαν ενδεχομένως οδυνηρές συνέπειες σε ένα μη εμβολιασμένο πληθυσμό, όπως η σοβαρή νόσηση, η μόνιμη αναπηρία ή ακόμα ο θάνατος. Μέχρι την ηλικία των 2 μηνών, ηλικία έναρξης των εμβολιασμών, τα βρέφη είναι ιδιαίτερα ευπαθή καθώς η μερική προστασία από τα αντισώματα της μητέρας που κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν διέλθει διαμέσου του πλακούντα και από εκείνα που μεταφέρονται με το μητρικό γάλα κατά το θηλασμό, δεν επαρκεί για να τα προστατέψει. Εξαιτίας λοιπόν, της πιθανότητας εμφάνισης στα βρέφη διαφόρων λοιμώξεων, αυτοί οι πρώτοι μήνες αποτελούν μία ιδιαίτερα επικίνδυνη περίοδο και απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή. Η ίδια προσοχή απαιτείται και για την ίδια την γυναίκα κατά το διάστημα της εγκυμοσύνης της καθώς μια λοίμωξη μπορεί να εμφανίσει επιπλοκές τόσο στη μητέρα όσο και στο κυοφορούμενο έμβρυο.
Πρέπει να γίνονται εμβόλια στην εγκυμοσύνη;
Κάποιες από τις συχνότερες απορίες των εγκύων είναι αν πρέπει και αν επιτρέπεται να κάνουν εμβόλια, ποια είναι αυτά που πρέπει να γίνουν, αν είναι ακίνδυνα για το μωρό τους και πότε αυτά πρέπει να γίνονται.
Στα πλαίσια προστασίας τόσο της εγκύου όσο και του κυοφορούμενου εμβρύου – βρέφους, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών των Η.Π.Α. (C.D.C.), η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών καθώς και το σύνολο των διεθνών επιστημονικών επιτροπών συνιστούν τον εμβολιασμό των εγκύων γυναικών με συγκεκριμένα εμβόλια, τα οποία κρίνονται απολύτως ασφαλή για την έγκυο και το έμβρυο.
Οι οδηγίες συνιστούν τον εμβολιασμό κατά της γρίπης με το αδρανοποιημένο (αποτελείται από νεκρό ιό) εμβόλιο της γρίπης στις εγκύους γυναίκες οποιουδήποτε τριμήνου, στις μη εμβολιασμένες λεχωΐδες και στις μητέρες που θηλάζουν, καθώς και τον εμβολιασμό της εγκύου με το τριπλό εμβόλιο κατά της διφθερίτιδας, τετάνου και κοκκύτη (Τdap) σε κάθε εγκυμοσύνη, στο 2ο με 3ο τρίμηνο της κύησης.
Εμβόλιο γρίπης
Οι εγκυμονούσες γυναίκες παρουσιάζουν ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν με τον ιό της γρίπης ακόμα και αν δεν εμφανίζουν άλλους παράγοντες κινδύνου. Ο ιός της γρίπης (εποχιακή/ιοί της γρίπης Α & Β καθώς και η γρίπη των χοίρων) μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην γενικότερη υγεία της εγκύου όσο και του εμβρύου και για το λόγο αυτό, η χορήγηση του εμβολίου της γρίπης συστήνεται σε κάθε έγκυο που κυοφορεί κατά την περίοδο μετάδοσης της γρίπης (χειμερινοί μήνες). Επιπρόσθετα ο εμβολιασμός της εγκύου για τη γρίπη προστατεύει παράλληλα τα βρέφη κάτω των 6 μηνών που δεν μπορούν να εμβολιαστούν για τη γρίπη.
Η γρίπη δεν αποτελεί μία και τόσο απλή υπόθεση, καθώς αποτελεί μια από τις συχνότερες αιτίες νοσηλείας σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, ενώ παγκοσμίως ευθύνεται για πάνω από 500.000 θανάτους ετησίως. Οι εγκυμονούσες με γρίπη εμφανίζουν 5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσηλευτούν και 6,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εισαχθούν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας σε σχέση με τις μη εγκυμονούσες.
Ο ιός της γρίπης μεταδίδεται από άτομο σε άτομο είτε με σταγονίδια σιέλου (βήχας, φτάρνισμα κτλ) είτε μέσω επαφής με μια μολυσμένη επιφάνεια (χειραψία κτλ), ενώ συχνά μπορεί να υφίσταται μεταλλάξεις. Αρχικά, ο ιός μολύνει το αναπνευστικό σύστημα και στη συνέχεια μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση συμπτωματολογίας που μπορεί να ποικίλει από μικρού βαθμού άτυπα συμπτώματα (αδυναμία, κόπωση, πυρετός, πόνος στις αρθρώσεις και τους μύες) έως και σοβαρού βαθμού συμπτώματα όπως βρογχίτιδα, πνευμονία, εγκεφαλίτιδα ή ακόμη και θάνατο.
Η νόσηση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εμφανίζει ταυτόχρονα αυξημένο κίνδυνο για το έμβρυο, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρο τοκετό, ενδομήτριο θάνατο, χαμηλό βάρος γέννησης ή ακόμα και να ευθύνεται για συγγενείς ανωμαλίες του κυήματος όπως σε ορισμένες περιπτώσεις έκθεσης στη γρίπη κατά το 1ο τρίμηνο της κύησης.
Η πιο αποτελεσματική προφύλαξη ενάντια στη γρίπη παρέχεται με τον εμβολιασμό. Η χορήγηση του εμβολίου της γρίπης έχει αποδειχθεί ασφαλής τόσο σε κάθε στάδιο της εγκυμοσύνης όσο και στο διάστημα του θηλασμού. Όπως κάθε χρόνο και επειδή ο ιός της γρίπης μεταλλάσσεται σε διαφορετικούς υπο-ορότυπους έτσι και για την περίοδο 2017-2018, η σύνθεση του αντιγριπικού εμβολίου περιέχει τα εγκεκριμένα στελέχη του ιού, σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Το εμβόλιο δεν περιέχει ζωντανούς ιούς και γι’ αυτό δεν μπορεί να προκαλέσει γρίπη, ενώ μπορεί να εμφανιστεί μία μικρή άνοδος της θερμοκρασίας και μυαλγία ή πόνος στο σημείο της ένεσης Το εμβόλιο παρέχει προστασία, δυο εβδομάδες μετά από την χορήγηση του και έχει δράση για 12 μήνες. Επίσης το εμβόλιο της γρίπης παρέχει προστασία και στο νεογνό για τους πρώτους 4- 6 μήνες της ζωής του μέσω των μητρικών αντισωμάτων.
Το εμβόλιο της γρίπης είναι συνήθως διαθέσιμο από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο κάθε έτους και παρέχεται δωρεάν για τις έγκυες γυναίκες.
Εμβόλιο διφθερίτιδας, τέτανου και κοκίτη (Tdap)
Το τριπλό αυτό εμβόλιο προστατεύει από τη διφθερίτιδα, τον τέτανο και τον κοκκύτη. Ο εμβολιασμός προστατεύει έναντι αυτών των λοιμώξεων τόσο τη μητέρα όσο και το νεογνό.
Το τοξινογόνο κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας προκαλεί νόσο της ανώτερης αναπνευστικής οδού που χαρακτηρίζεται από πονόλαιμο, χαμηλό πυρετό και προσκολλημένη μεμβράνη που καλύπτει τις αμυγδαλές, το φάρυγγα ή/και τη μύτη. Μπορεί να δυσκολεύσει στην κατάποση ή στην αναπνοή, προκαλώντας ακόμη και ασφυξία.
Ο τέτανος προκαλείται από το κλωστηρίδιο του τετάνου, μια εξωτοξίνη που αναπτύσσεται αναερόβια στην περιοχή ενός τραύματος. Υπάρχουν τρείς μορφές της ασθένειας. Ο εντοπισμένος τέτανος, ο γενικευμένος τέτανος και ο νεογνικός τέτανος ο οποίος μπορεί να εμφανιστεί σε νεογνά που γεννιούνται από μη εμβολιασμένες μητέρες σε άσχημες συνθήκες υγιεινής. Στο νεογνικό τέτανο, λίγες μέρες μετά τη γέννηση το νεογνό εμφανίζει γενικευμένη αδυναμία, έντονη ανησυχία, άπνοια και δυσκολία στο θηλασμό. Κατόπιν εμφανίζονται τετανικοί σπασμοί και οπισθότονος. Η μορφή αυτή της νόσου έχει πολύ υψηλή θνητότητα και προκαλεί νευρολογικές βλάβες.
Ο κοκκύτης προκαλείται από τον αιμόφιλο του κοκκύτη (Bordetella pertussis) και αποτελεί οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος. Η νόσος μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές, κυρίως στο αναπνευστικό και στο κεντρικό νευρικό σύστημα, συχνότερα σε βρέφη και εξασθενημένα παιδιά. Η συχνότερη επιπλοκή είναι η δευτεροπαθής πνευμονία η οποία αποτελεί και τη συχνότερη αιτία θανάτου. Η κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια είναι βαρύτατη επιπλοκή, προσβάλλει κυρίως βρέφη και κλινικά εμφανίζεται με σπασμούς, αταξία, εστιακά νευρολογικά συμπτώματα και κώμα. Άλλες λιγότερο σοβαρές επιπλοκές του κοκκύτη περιλαμβάνουν μέση ωτίτιδα, ανορεξία και αφυδάτωση. Υπάρχουν δύο ειδών εμβόλια, το ολοκυτταρικό (DTP) και το ακυτταρικό (DTaP). Το δεύτερο περιέχει τμήματα κι όχι ολόκληρο τον μικροοργανισμό του κοκκύτη, λιγοστεύοντας τη πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκών (πυρετός, προσβολή του εγκεφάλου).
Η Συμβουλευτική Επιτροπή Εμβολιασμών (ACIP) του CDC προτείνει τον εμβολιασμό με το τριδύναμο εμβόλιο (DTaP/Tdap) κοκκύτη, διφθερίτιδας και τετάνου όλων των εγκύων σε κάθε εγκυμοσύνη κατά προτίμηση από την 27η έως τη 28η εβδομάδα της κύησης και χορηγείται ενδομυϊκά. Η σύσταση για εμβολιασμό της εγκύου αφορά κάθε εγκυμοσύνη και γίνεται ανεξάρτητα από το ιστορικό νόσησης της μητέρας από κοκκύτη πριν από την εγκυμοσύνη, καθώς ούτε το εμβόλιο αλλά ούτε και η φυσική νόσηση εξασφαλίζουν μόνιμη ανοσία. Το εμβόλιο κατά του κοκκύτη χορηγείται συστηματικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ από το 2012, έχοντας οδηγήσει σε σημαντικά μειωμένο αριθμό νοσηλειών και εργαστηριακά επιβεβαιωμένων κρουσμάτων κοκκύτη σε βρέφη μικρότερα των 3 μηνών χωρίς να έχουν καταγραφεί προβλήματα σε εγκύους.
Ποια εμβόλια θα πρέπει καλύτερα να αποφεύγονται στην εγκυμοσύνη;
Συστήνεται η αποφυγή χορήγησης εμβολίων που παρασκευάζονται από ζωντανούς ιούς όπως είναι το εμβόλιο της ανεμοβλογιάς, της ιλαράς, της παρωτίτιδας και της ερυθράς (MMR). Ιδανικά, για τα νοσήματα αυτά, ο εμβολιασμός των γυναικών θα πρέπει να γίνεται πριν ή μετά την εγκυμοσύνη.
Για το εμβόλιο MMR, εκτελείται έλεγχος IgG αντισωμάτων έναντι της ερυθράς και εάν είναι αρνητικά γίνεται ο εμβολιασμός της γυναίκας 28 ημέρες τουλάχιστον πριν τη σύλληψη. Εάν τα η IgG αντισώματα για ερυθρά είναι θετικά, τότε δεν απαιτείται εμβολιασμός και δεν απαιτείται έλεγχος σε επόμενη εγκυμοσύνη.
Για τα εμβόλιο της ανεμοβλογιάς, συνιστάται η μεσολάβηση τριών τουλάχιστον μηνών μεταξύ του εμβολιασμού και της σύλληψης. Εμβολιασμός με το εμβόλιο της ανεμοβλογιάς δεν απαιτείται στις επιβεβαιωμένες από ιατρό περιπτώσεις νόσησης από ανεμοβλογιά ή από έρπη ζωστήρα καθώς και στις περιπτώσεις ύπαρξης προστατευτικών αντισωμάτων.
Στις περιπτώσεις κατά λάθους χορήγησης του εμβολίου MMR ή της ανεμοβλογιάς σε έγκυο δεν συστήνεται διακοπή της κύησης.
Ειδικές περιπτώσεις εμβολίων
Τα εμβόλια του πνευμονόκοκκου και του μηνιγγιτιδόκοκκου μπορούν να χορηγηθούν κατά τη διάρκεια της κύησης στις περιπτώσεις αυξημένου κινδύνου για την εκδήλωση σοβαρής ή επιπλεγμένης νόσου. Το εμβόλιο του μηνιγγιτιδόκοκκου μπορεί επιπλέον να χορηγηθεί στις περιπτώσεις σημαντικού κινδύνου νόσησης της εγκύου όπως σε περιόδους επιδημιών ή ταξιδιού σε ενδημικές περιοχές.
Το εμβόλιο της πολιομυελίτιδας θα μπορούσε να χορηγηθεί στις περιπτώσεις ταξιδιού σε ορισμένες περιοχές όπου η νόσος δεν έχει εξαλειφθεί ακόμα όπως το Αφγανιστάν, η Ινδία, το Πακιστάν, η Νιγηρία κτλ. Περιλαμβάνει μια δόση του εμβολίου της πολιομυελίτιδας που περιέχει αδρανοποιημένους ιούς (IPV).
Τα εμβόλια της ηπατίτιδας Α και Β μπορούν να χορηγηθούν σε έγκυο στις περιπτώσεις άμεσου κινδύνου προσβολής από τη νόσο. Αν και δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για την ασφάλεια των εμβολίων αυτών για το έμβρυο, εντούτοις δεν αναμένεται κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια εφόσον τα προϊόντα που περιέχουν είναι αδρανοποιημένα.
Το εμβόλιο έναντι του αιμόφιλου της ινφλουέντσας (Hib) συστήνεται στις έγκυες που έχουν υποβληθεί σε σπληνεκτομή.
Το εμβόλιο έναντι του ιού των ανθρώπινων κονδυλωμάτων δεν συστήνεται να γίνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στις περιπτώσεις μη ολοκληρωμένου σχήματος εμβολιασμού πριν την εγκυμοσύνη, η επόμενη ή επόμενες δόσεις θα πρέπει να πραγματοποιούνται μετά τον τοκετό. Το εμβόλιο έναντι της φυματίωσης (BCG) δεν συστήνεται να γίνεται κατά τη διάρκεια της κύησης.