Η προλακτίνη (PRL) είναι μια πεπτιδική ορμόνη η οποία ανευρίσκεται στον ορό σε 3 κυρίως μορφές, οι οποίες εμφανίζουν σημαντική ετερογένεια μεταξύ τους. Έτσι, οι βιοδοκιμασίες και οι ανοσοδοκιμασίες μπορεί να δώσουν διαφορετικά αποτελέσματα λόγω της διαφορετικής γλυκοζυλίωσης, φωσφορυλίωσης, σούλφωσης και αποικοδόμησής τους. Η μη γλυκοζυλιωμένη μορφή της προλακτίνης είναι η κυρίαρχη μορφή της που εκκρίνεται από την υπόφυση.
Υπάρχουν κυρίως τρεις διαφορετικές μορφές προλακτίνης σε σχέση με το μέγεθος της:
- Η μικρή προλακτίνη που είναι η κυρίαρχη μορφή και έχει μοριακό βάρος περίπου 22 kDa. Είναι ένα πολυπεπτίδιο απλής αλύσου 198 αμινοξέων και αποτελεί το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης ορισμένων αμινοξέων.
- Η μεγάλη προλακτίνη που έχει μοριακό βάρος περίπου 48 kDa. Μπορεί να είναι προϊόν αλληλεπίδρασης διαφόρων μορίων προλακτίνης. Φαίνεται πως έχει μικρή βιολογική δραστικότητα.
- Η πολύ μεγάλη προλακτίνη που έχει μοριακό βάρος 150 kDa και φαίνεται πως έχει πολύ μικρή βιολογική δραστικότητα.
Η έκκριση της PRL επιτελείται κυρίως από τα λακτοτρόπα κύτταρα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης. Η έκκρισή της από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης γίνεται κατά ώσεις, ελέγχεται από τον υποθάλαμο και επηρεάζεται κυρίως από τον ανασταλτικό υποθαλαμικό παράγοντα PIF (prolactin inhibitor factor) αλλά και από διεγερτικούς παράγοντες όπως η TRH, το VIP, η σεροτονίνη, τα ενδογενή οπιοειδή, η ισταμίνη κ.ά. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι σε αντίθεση με τις άλλες ορμόνες, η έκκρισή της βρίσκεται σε καταστολή. Λοιπές θέσεις έκκρισης αποτελούν ο φθαρτός υμένας, το μυομήτριο, ο μαστός, τα λεμφοκύτταρα και ο προστάτης. Στα κύτταρα του φθαρτού υμένα και στα λεμφοκύτταρα η έκφραση της προλακτίνης διεγείρεται από την cAMP. Έχει παρατηρηθεί ότι η προγεστερόνη ρυθμίζει την αυξημένη σύνθεση της προλακτίνης στο ενδομήτριο, αλλά τη μειώνει στο μυομήτριο και στον αδενικό ιστό του μαστού.
Η προλακτίνη δρα με ενδοκρινή, αυτοκρινή και παρακρινή τρόπο μέσω του υποδοχέα προλακτίνης και ενός μεγάλου αριθμού υποδοχέων κυτοκίνης εμφανίζοντας πάνω από 300 γνωστές επιδράσεις.
Διεγείρει τους μαστικούς αδένες για την παραγωγή γάλακτος (γαλουχία). Πιο συγκεκριμένα αυξημένες συγκεντρώσεις της προλακτίνης στον ορό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης προκαλούν διεύρυνση των μαστικών αδένων των μαστών και προετοιμασία τους για την παραγωγή γάλακτος. Η παραγωγή του γάλακτος ξεκινά μετά τη πτώση των επιπέδων της προγεστερόνης στο τέλος της εγκυμοσύνης και τον ερεθισμό της θηλής κατά τον θηλασμό. Μερικές φορές τα νεογέννητα μωρά (κορίτσια και αγόρια) εκκρίνουν μια γαλακτώδης ουσία από τις θηλές τους, γεγονός που προκαλείται από τη μητρική προλακτίνη.
Η προλακτίνη προκαλεί τη σεξουαλική ικανοποίηση μετά τη σεξουαλική πράξη και εξουδετερώνει την επίδραση της ντοπαμίνης, η οποία είναι υπεύθυνη για τη σεξουαλική διέγερση. Η συγκέντρωσή της προλακτίνης μπορεί να είναι ένας δείκτης της σεξουαλικής ικανοποίησης και χαλάρωσης. Τα ασυνήθιστα υψηλά ποσά μπορεί να είναι υπεύθυνα για την ανικανότητα και την απώλεια της libido σε γυναίκες και άνδρες. Εξαιρετικά υψηλά επίπεδα προλακτίνης μειώνουν τα επίπεδα των ορμονών του φύλου (οιστρογόνα στις γυναίκες και τεστοστερόνη στους άνδρες).
Στους άνδρες, τα φυσιολογικά επίπεδα της προλακτίνης οδηγούν στην ενδυνάμωση των υποδοχέων της ωχρινοτρόπου ορμόνης, με αποτέλεσμα την έκκριση τεστοστερόνης, η οποία οδηγεί σε σπερματογένεση.
Η προλακτίνη διεγείρει επίσης τον πολλαπλασιασμό των πρόδρομων ολιγοδενδροκυττάρων. Αυτά τα κύτταρα διαφοροποιούνται σε ολιγοδενδροκύτταρα, τα οποία είναι υπεύθυνα για το σχηματισμό των επιστρώσεων της μυελίνης στους νευράξονες του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Η προλακτίνη έχει επίσης μια σειρά και από άλλες επιδράσεις όπως η συμβολή της στην επιφανειοδραστική σύνθεση των εμβρυικών πνευμόνων στο τέλος της κύησης καθώς και στην ανοσολογική ανοχή του εμβρύου από το μητρικό οργανισμό κατά την εγκυμοσύνη.