Ο βλεννογόνος που επενδύει το εσωτερικό της μήτρας καλείται ενδομήτριο και αποτελείται από δύο στιβάδες, την εξωτερική βασική στιβάδα προς το μυομήτριο και την εσωτερική λειτουργική στιβάδα προς τη κοιλότητα της μήτρας.
Η λειτουργική στιβάδα του ενδομητρίου, υπό την επίδραση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης, υφίσταται κυκλικές μεταβολές (αύξηση/μείωση πάχους και αγγείωσης) κατά τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου από την εμμηναρχή μέχρι την εμμηνόπαυση. Οι μεταβολές αυτές σχετίζονται με την ανάπτυξη και ωρίμανση του γρααφιανού ωοθηλακίου, την ωορρηξία και την επακόλουθη ανάπτυξη του ωχρού σωματίου. Εάν το ωάριο δε γονιμοποιηθεί ή δεν εμφυτευθεί γονιμοποιημένο στη μήτρα, η λειτουργική στιβάδα του ενδομητρίου αποπίπτει με την εμφάνιση της περιόδου και την έναρξη νέου κύκλου με επακόλουθη αναγέννηση της λειτουργικής στιβάδας από την βασική.
Η παθολογική αύξηση του πάχους του ενδομητρίου, πέραν των φυσιολογικών διακυμάνσεων, χαρακτηρίζει την οντότητα της υπερπλασίας του ενδομητρίου. Ως ανώτερα φυσιολογικά όρια του πάχους του ενδομητρίου, έχουν θεσπιστεί τα 14 χιλιοστά για την γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας και τα 5 χιλιοστά σε γυναίκες στην εμμηνόπαυση. H υπερπλασία του ενδομητρίου δεν είναι μια ενιαία μορφολογική οντότητα, αλλά αποτελείται από διάφορους τύπους αλλοιώσεων των αδένων και του στρώματος του ενδομητρίου. Οι τύποι αυτοί αποτελούν ένα ευρύ φάσμα προκαρκινικών αλλοιώσεων που αρχίζει από την απλή υπερπλασία χωρίς άτυπους μορφολογικούς χαρακτήρες μέχρι την άτυπη μορφή της υπερπλασίας και το καρκίνωμα in situ με δυνητική εξέλιξη σε διηθητικό καρκίνωμα του ενδομητρίου.