Με τον όρο κολπίτιδα εννοούμε τη φλεγμονή του κόλπου. Τα διάφορα είδη κολπίτιδας αποτελούν το συχνότερο πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σε οποιαδήποτε ηλικία και τη συνηθέστερη αιτία που μια γυναίκα επισκέπτεται το γυναικολόγο της. Στατιστικά, το 75% των γυναικών θα νοσήσουν ενδεχομένως από κολπίτιδα σε κάποια στιγμή της ζωής τους, ενώ το 50% αυτών, περισσότερες από μια φορές. Οι κολπίτιδες είναι συχνότερες κατά την αναπαραγωγική ηλικία και την εγκυμοσύνη, εμφανίζουν ιδιαίτερη έξαρση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ είναι συνηθισμένες και στην εμμηνόπαυση.
Κολπίτιδα
Ποια είναι τα συμπτώματα
Συχνά η φλεγμονή δεν αφορά μόνο τον κόλπο αλλά και το αιδοίο (αιδοιο-κολπίτιδα) ή και τον τράχηλο (κολπο-τραχηλίτιδα). Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν ερεθισμό και κνησμό (φαγούρα) του κόλπου και του αιδοίου, ερυθρότητα και οίδημα των τοιχωμάτων του κόλπου, πόνο ή τσούξιμο κατά την ούρηση, πόνο στη σεξουαλική επαφή καθώς και υπερέκκριση υγρών από τον κόλπο. Τα κολπικά υγρά εμφανίζουν διαφορετικό χρώμα, υφή από και οσμή από ότι συνήθως, ανάλογα του αιτίου που προκάλεσε τη φλεγμονή. Πολλές φορές όμως, οι κολπίτιδες δεν έχουν ιδιαίτερα συμπτώματα και η διάγνωσή τους γίνεται τυχαία με το τεστ Παπανικολάου, την καλλιέργεια των εκκρίσεων ή την γυναικολογική εξέταση. Η θεραπεία εξαρτάται από το αίτιο που προκάλεσε την κολπίτιδα και περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή από το στόμα, κολπικά υπόθετα ή ενδοκολπικές κρέμες.
Αμυντικός μηχανισμός του κόλπου & παράγοντες που τον διαταράσσουν
Ο κόλπος αποικείται φυσιολογικά από μια πληθώρα μικροοργανισμών που στο σύνολό τους αποτελούν τη φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου. Η φυσιολογική χλωρίδα αποτελείται κατά 90% από γαλακτοβάκιλλους και σε μικρότερο ποσοστό από άλλα δυνητικά παθογόνα είδη αερόβιων και αναερόβιων βακτηρίων καθώς και από είδη μυκήτων του γένους Candida.
Τα οιστρογόνα προκαλούν έκκριση σακχάρων στο κολπικό έκκριμα, τα οποία διασπόνται από τον γαλακτοβάκιλλο σε γαλακτικό οξύ. Η παραγωγή γαλακτικού οξέως διατηρεί το κολπικό pH κάτω από 4,5 δημιουργώντας ένα όξινο περιβάλλον το οποίο αποτρέπει την υπερβολική αύξηση άλλων βακτηριδίων και κυρίως των αναερόβιων , ενώ παράλληλα η παραγωγή υπεροξειδίου του υδρογόνου (Η2Ο2-οξυζενέ) δρα αντισηπτικά αναστέλλοντας την ανάπτυξη μικροοργανισμών.
Ένας από τους κυριότερους λόγους που οι γυναίκες είναι τόσο ευαίσθητες στις διάφορες μολύνσεις είναι η ίδια η ανατομική κατασκευή του γυναικείου γεννητικού συστήματος. Ο κόλπος είναι η περιοχή που συμβαίνουν οι περισσότερες μολύνσεις, από όπου υπάρχει κίνδυνος εσωτερικής εξάπλωσης προς τα υπόλοιπα γεννητικά όργανα και πρόκλησης σοβαρών επιπλοκών. Σε κολπίτιδα μπορεί να οδηγήσει μια οποιαδήποτε αλλαγή στη φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου, που έχει ως αποτέλεσμα την επικράτηση κάποιου μικροοργανισμού όπως μύκητες, τριχομονάδες, βακτηρίδια κ.α. . Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κολπίτιδα εμφανίζεται όταν διαταράσσεται η ισορροπία του pΗ του κόλπου ή η παραγωγή του υπεροξειδίου του υδρογόνου, κατόπιν μείωσης του αριθμού των γαλακτοβακίλλων. Διάφοροι παράγοντες όπως η ίδια η σεξουαλική επαφή, ο αυξημένος αριθμός σεξουαλικών συντρόφων, ο στοματικός έρωτας, η εναλλαγή πρωκτικής – κολπικής σεξουαλικής πράξης, η τραυματική σεξουαλική επαφή, η αλλεργία στο λάτεξ των προφυλακτικών, οι κολπικές πλύσεις με αντισηπτικά χωρίς ένδειξη και η χρήση κολπικών πεσσών μπορούν εν δυνάμει να οδηγήσουν στην εμφάνιση κάποιας μορφής κολπίτιδας. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να συμβάλουν στη μεταβολή του pH είναι η λήψη φαρμάκων όπως τα αντιβιοτικά, το στρες, τα αρωματικά σαπούνια και τα στενά ρούχα. Οι κυριότερες, όμως, αιτίες παραμένουν η μείωση της άμυνας του οργανισμού και οι ορμονικές αλλαγές όπως κατά το διάστημα της εγκυμοσύνης, του θηλασμού και της εμμηνόπαυσης.
Διάγνωση της κολπίτιδας
Η διάγνωση της κολπίτιδας γίνεται μετά από τη γυναικολογική εξέταση και την λήψη υγρού για καλλιέργεια και μικροσκοπική εξέταση σε μικροβιολογικό εργαστήριο. Τα αποτελέσματα της καλλιέργειας και το αντιβιόγραμμα είναι διαθέσιμα μετά από 3-4 ημέρες, οπότε και μπορεί να γίνει η έναρξη της ολοκληρωμένης φαρμακευτικής αγωγής.
Για τη διάγνωση της βακτηριακής κολπίτιδας, στηριζόμαστε στα κριτήρια του Amsel στα οποία περιλαμβάνονται:
- Λεπτόρευστες κολπικές εκκρίσεις προσκολλημένες στα τοιχώματα
- Δύσοσμες κολπικές εκκρίσεις
- Πτώση του pH των κολπικών εκκρίσεων κάτω από 4.5
- Παρουσία κυττάρων που περιβάλλονται από βακτήρια (clue cells)
Για τη διάγνωση της μυκητιασικής κολπίτιδας, αρκεί η διαπίστωση της πτώσης του κολπικού pH κάτω από 4.5 και η ανεύρεση μυκήτων στο κολπικό επίχρισμα ή στην καλλιέργεια.
Στη περίπτωση της τριχομοναδικής κολπίτιδας, η διάγνωση τίθεται με την ανεύρεση του παρασίτου στη μικροσκοπική εξέταση του κολπικού επιχρίσματος ή στη κολπική καλλιέργεια.
Προληπτικά Μέτρα
- Σχολαστική τήρηση των κανόνων ατομικής υγιεινής.
- Η κατεύθυνση σκουπίσματος μετά την αφόδευση πρέπει να είναι ΠΑΝΤΑ από μπροστά προς τα πίσω για την αποφυγή μόλυνσης του κόλπου με μικρόβια από το έντερο.
- Καθημερινή κατανάλωση γάλακτος ή γιαουρτιού, τα οποία ενισχύουν τη φυσιολογική χλωρίδα του οργανισμού.
- Αποφυγή κολπικών πλύσεων με αντισηπτικά χωρίς ιατρική ένδειξη.
- Περιορισμός στη χρήση ταμπόν.
- Περιορισμός στη χρήση μικρών σερβιετών, ιδίως, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
- Αλλαγή του κάτω μέρους του μπικίνι μετά το μπάνιο στη θάλασσα, καθώς η υγρασία που αναπτύσσεται είναι το καλύτερο υπόστρωμα για την ανάπτυξη των μυκήτων.
- Χρήση πετσέτας ή ψάθας στη παραλία.
- Αποφυγή στενών ρούχων και εσωρούχων και προτίμηση βαμβακερών.
Αίτια & είδη κολπίτιδας
Τα αίτια που ευθύνονται για την εμφάνιση της κολπίτιδας μπορεί να είναι λοιμώδη ή όχι. Διακρίνονται τα εξής :
- Μύκητες
- Βακτηρίδια (π.χ. Gardnerella vaginalis)
- Ιοί, όπως ο ιός HPV και ο ιός του έρπητα των γεννητικών οργάνων
- Τριχομονάδες (Trichomonas vaginalis)
- Χλαμύδια
- Μυκόπλασμα (ουρεόπλασμα, Mycoplasma hominis)
- Mείωση των επιπέδων των οιστρογόνων, όπως συμβαίνει στην εμμηνόπαυση ή πριν την εφηβεία. Προκαλεί την εμφάνιση ατροφικής κολπίτιδας, η οποία δεν σχετίζεται με παθογόνα μικρόβια.
Σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, τα πιο συχνά είδη κολπίτιδας είναι η βακτηριδιακή, η μυκητιασική και η τριχομονοδιακή. Σε γυναίκες στην εμμηνόπαυση ή πριν την εφηβεία, κυριαρχεί η ατροφική κολπίτιδα, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να αναπτυχθεί και κάποιο άλλο είδος.
1. Βακτηριακή κολπίτιδα
Η βακτηριακή κολπίτιδα αποτελεί τη συχνότερη μορφή κολπίτιδας κατά την αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας. Δεν προκαλείται από κάποιο συγκεκριμένο βακτήριο, αλλά είναι το αποτέλεσμα της διαταραχής της φυσιολογικής κολπικής χλωρίδας. Στη βακτηριακή κολπίτιδα παρατηρείται μεταβολή του πληθυσμού των μικροβίων που αποικίζει φυσιολογικά τον κόλπο, μείωση των γαλακτοβάκιλλων και παράλληλη ανάπτυξη αναερόβιων βακτηρίων. Τα συχνότερα βακτήρια που εμπλέκονται είναι η Gardnerella vaginalis, το μυκόπλασμα (Mycoplasma hominis) και τα αναερόβια βακτηριοειδή (Bacteroides species), τα οποία μπορούν να αναπτυχθούν από 100 έως 1000 φορές περισσότερο από το κανονικό. Η μείωση των γαλακτοβακίλλων οδηγεί στην αύξηση του pH του κόλπου, το οποίο από όξινο, που είναι φυσιολογικά, γίνεται βασικό οδηγώντας στην αύξηση της συγκέντρωσης αναερόβιων βακτηρίων.
Το βασικό σύμπτωμα είναι οι αυξημένες και κάκοσμες εκκρίσεις με τη χαρακτηριστική μυρωδιά ψαριού. Οι εκκρίσεις είναι, συνήθως, αραιές με σκούρο ή ανοιχτό κίτρινο–γκρι χρώμα, ενώ ενίοτε μπορεί και να πρασινίζουν. Η φαγούρα, αν και σπάνια, μπορεί να εμφανιστεί όταν υπάρχει μεγάλη ποσότητα εκκρίσεων.
Η συχνότητα της βακτηριακής κολπίτιδας εμφανίζεται αυξημένη σε γυναίκες με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους, ενώ αντίθετα, μειωμένη σε γυναίκες που έχουν σταθερό ερωτικό σύντροφο ή δεν έχουν καθόλου σεξουαλική δραστηριότητα. Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι η υποτροπή της βακτηριακής κολπίτιδας συσχετίζεται με τη μη χρήση προφυλακτικού και όχι με τη συχνότητα της ερωτικής επαφής. Συχνά, μπορεί να συνυπάρχει με τριχομοναδική ή μυκητιασική κολπίτιδα.
Η θεραπεία της βακτηριακής κολπίτιδας περιλαμβάνει σκευάσματα τόσο από το στόμα όσο και από τον κόλπο. Τα αντιβιοτικά είναι αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων στο 80% των γυναικών. Όμως, στο 50% των γυναικών τα συμπτώματα επανεμφανίζονται τρεις με 12 μήνες μετά τη θεραπεία. Αν και κανονικά, δεν χρειάζεται να γίνεται θεραπεία και του συντρόφου, καθώς η βακτηριακή κολπίτιδα δεν θεωρείται νόσημα που μεταδίδεται με το σεξ, η παράλληλη χορήγηση αγωγής και στον ερωτικό σύντροφο της γυναίκας μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο υποτροπής της νόσου.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η εκτίμηση της βακτηριακής κολπίτιδας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μελέτες έχουν δείξει ότι η υποκλινική βακτηριδιακή κολπίτιδα με υπερανάπτυξη αναερόβιων βακτηρίων (βακτηριοειδή, Peptostreptococcus και Gardenella vaginalis) μπορεί να συνδεθεί με πρόωρο τοκετό ή πρόωρη ρήξη του θυλακίου σε έγκυες υψηλού κινδύνου. Η θεραπεία της κολπίτιδας έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τα ποσοστά πρόωρου τοκετού σε γυναίκες με ιστορικό πρόωρου τοκετού, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να ισχύει και σε έγκυες χαμηλού κινδύνου. Η χρήση προβιοτικών κολπικών σκευασμάτων μπορεί να έχει θεραπευτικά οφέλη στη πρόληψη της κολπίτιδας που σχετίζεται με πρόωρη ρήξη του θυλακίου και πρόωρο τοκετό.
2. Μυκητιασική κολπίτιδα
Η μυκητισιακή κολπίτιδα είναι ένα είδος κολπίτιδας που προσβάλλει τον κόλπο και το αιδοίο (αιδιοκολπίτιδα). Είναι αρκετά συχνή και αφορά το 25% των λοιμώξεων του κόλπου. Εκτιμάται ότι μέχρι και το 75% των γυναικών θα έρθει αντιμέτωπο με τουλάχιστον ένα επεισόδιο μυκητιασικής κολπίτιδας κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Προκαλείται κυρίως από την Candida Albicans, ένα μύκητα που υπάρχει ούτως ή άλλως στον κόλπο. Η Candida albicans είναι ένας από τους μύκητες που αποτελούν τη φυσιολογική εντερική χλωρίδα και υπό φυσιολογικές συνθήκες ανιχνεύεται σε μικρές ποσότητες χωρίς να προκαλεί συμπτώματα καθώς ελέγχεται από το ανοσοποιητικό σύστημα. Η υπεραύξησή του, όμως, οδηγεί στην εμφάνιση της καντιντισιακής κολπίτιδας.
Η μυκητισιακή αιδοιοκολπίτιδα είναι νόσος κυρίως της αναπαραγωγικής ηλικίας (όπου τα επίπεδα των οιστρογόνων και η έκκριση γλυκογόνου είναι υψηλά) με έξαρση τους θερινούς μήνες. Προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξή της είναι η λήψη αντιβιοτικών ευρέως φάσματος, η εγκυμοσύνη, ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρήση αντισυλληπτικών, η παρατεταμένη χρήση κορτιζόνης, η πτώση της άμυνας του οργανισμού, το κάπνισμα, ο υποθυρεοειδισμός και η σιδηροπενική αναιμία.
Η μυκητιασική κολπίτιδα μπορεί να μεταδοθεί σεξουαλικά ή μέσω της στοματογεννητικής επαφής, χωρίς όμως να θεωρείται σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα παρόλο που η σεξουαλική πράξη ευνοεί την ανάπτυξη της. Οι μύκητες, αν και σε μικρή ποσότητα, βρίσκονται υπό φυσιολογικές συνθήκες στο περιβάλλον του κόλπου, ενώ σπάνια συναντιόνται σε γυναίκες που δεν είναι σεξουαλικά ενεργείς.
Τα πιο συχνά συμπτώματα της μυκητίασης περιλαμβάνουν έντονο κνησμό και κάψιμο στο αιδοίο και στην είσοδο του κόλπου, κολπικό ερεθισμό και παραγωγή άοσμων, παχύρευστων, λευκών κολπικών εκκρίσεων που μοιάζουν με κομμένο γάλα, ενίοτε αυξημένων σε ποσότητα. Η διάγνωση θα πρέπει να γίνεται στο μικροβιολογικό εργαστήριο καθώς μπορεί να συνυπάρχουν και άλλα αίτια και να απαιτείται πιο ολοκληρωμένη θεραπεία. Απαραίτητη κρίνεται η θεραπεία και του σεξουαλικού συντρόφου, ιδίως στις περιπτώσεις υποτροπιάζουσας μυκητιασικής κολπίτιδας. Στις δε περιπτώσεις λήψης αντιβιωτικής αγωγής για διάστημα που υπερβαίνει τις 10-14 ημέρες, συνιστάται η λήψη προβιοτικών σκευασμάτων με γαλακτοβάκιλλους.
3. Τριχομοναδιακή κολπίτιδα
Η τριχομοναδιακή κολπίτιδα οφείλεται σε ένα αναερόβιο πρωτόζωο, την Trichomonas vaginalis, η οποία ανευρίσκεται στο 20% περίπου των γυναικών, χωρίς όμως να δίνει συμπτώματα κολπίτιδας. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα είδη κολπίτιδας, θεωρείται σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, προσβάλει άνδρες και γυναίκες και συχνά σχετίζεται και με άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει αυξημένη, λεπτόρρευστη, δύσοσμη κολπική έκκριση κιτρινοπράσινου χρώματος, συχνά αφρώδη και συνοδεύεται από ερυθρότητα. Μπορεί να υπάρχει η χαρακτηριστική οσμή ψαριού. Τα μικρά χείλη και η είσοδος του κόλπου είναι εξέρυθρα και οιδηματώδη, ενώ ο βλεννογόνος του κόλπου μπορεί να παρουσιάζει αιμορραγικές κηλίδες. Συχνά, συνυπάρχει κνησμός και παρατηρούνται διαβρώσεις ή λειχηνοποίηση των μικρών και των μεγάλων χειλών του αιδοίου ή και της γύρω περιοχής. Κάποιες φορές η ούρηση μπορεί να είναι επίπονη.
Η θεραπεία του ερωτικού συντρόφου είναι επιβεβλημένη, ενώ παράλληλα συστήνεται αποχή από τη σεξουαλική επαφή μέχρι την ολοκλήρωση της θεραπείας.
4. Χλαμυδιακή κολπίτιδα
Η χλαμυδιακή κολπίτιδα προκαλείται από το βακτήριο Chlamydia trachomatis. Πρόκειται για μία σεξουαλικά μεταδιδόμενη μορφή κολπίτιδας και είναι ιδιαίτερα συχνή σε νεαρά άτομα με έντονη σεξουαλική ζωή και με πολλούς ερωτικούς συντρόφους.
Η πάθηση είναι συνήθως ασυμπτωματική, γεγονός που δυσχεραίνει τη διάγνωση, αλλά σε ένα μικρό ποσοστό μπορεί να εμφανιστεί με τη μορφή βλεννοπυώδους τραχηλίτιδας με αυξημένα κολπικά υγρά και δυσουρία. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί άλγος υπογαστρίου, αιμορραγία μετά την επαφή, αίσθημα καύσους κατά την ούρηση, κολπικές εκκρίσεις και άλγος στο ορθό. Η παραμονή της νόσου χωρίς την κατάλληλη θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε ανιούσα λοίμωξη του γεννητικού συστήματος με επέκταση στον τράχηλο της μήτρας, στο ενδομήτριο και στις σάλπιγγες, ενώ μπορεί να προσβάλει και το ουροποιητικό σύστημα. Ακόμη μπορούν να προσβληθούν τα μάτια, ο φάρυγγας (από στοματική σεξουαλική επαφή) και ο πρωκτός (από πρωκτική επαφή), ενώ σε προχωρημένη αθεράπευτη νόσο μπορούν να προσβληθούν ακόμα και οι αρθρώσεις. Η θεραπεία της νόσου στα αρχικά της στάδια είναι επιβεβλημένη, καθώς αρκετές γυναίκες μπορεί να αναπτύξουν στειρότητα ή έκτοπη κύηση ως αποτέλεσμα της λοίμωξης.
5. Ατροφική κολπίτιδα
Η ατροφική κολπίτιδα, σε αντίθεση με όλα τα άλλα είδη κολπίτιδας, δεν προκαλείται από κάποια μόλυνση αλλά οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στη μείωση των οιστρογόνων του οργανισμού. Πρωτίστως ενδιαφέρει γυναίκες στην εμμηνόπαυση, στην εγκυμοσύνη, στο θηλασμό ή πριν την εφηβεία. Η πτώση των οιστρογόνων μπορεί επιπλέον να συμβεί σε διάφορες περιπτώσεις όπως μετά από ακτινοθεραπεία, μετά από πυελική ραδιοθεραπεία, μετά από χημειοθεραπεία, κατά την διάρκεια αντι-οιστρογονικής θεραπείας, μετά από χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών, σε νόσο του Addison, μετά από μακρά χρήση διαφόρων χημικών (αρώματα, απορρυπαντικά κ.λπ.).
Υπολογίζεται ότι το 10-40% των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών εμφανίζουν συμπτώματα ατροφικής κολπίτιδας, στα οποία περιλαμβάνονται:
- αίσθηση ξηρότητας του κόλπου
- επώδυνη σεξουαλική επαφή
- περιστασιακή σταγονοειδής αιμορραγία
- φαγούρα του αιδοίου
- προβλήματα από το ουροποιητικό (συχνουρία, αίσθημα καύσου κατά την ούρηση, ακράτεια ούρων)
Η διάγνωση τίθεται μετά τη λήψη ιστορικού και την κολπική εξέταση όπου διαπιστώνονται λεπτά κι ωχρά κολπικά τοιχώματα, ενώ ο ορμονικός έλεγχος μπορεί να επιβεβαιώσει την εμμηνοπαυσιακή κατάσταση.
Η θεραπευτική προσέγγιση της ατροφικής κολπίτιδας έγκειται στην εξατομικευμένη χορήγηση οιστρογονικής θεραπείας για την αναπλήρωση των χαμηλών επιπέδων των οιστρογόνων και στη χρήση τοπικών λιπαντικών και ενυδατικών για τη μείωση του τοπικού ερεθισμού κατά την σεξουαλική επαφή.