Ο τρόπος αντιμετώπισης εξαρτάται από το μέγεθος, τον αριθμό και τη θέση τους, τη σοβαρότητα των προβλημάτων που προκαλούν, την ηλικία της γυναίκας καθώς και την επιθυμία διατήρησης ή όχι της αναπαραγωγικής ικανότητας. Συνήθως, τα ινομυώματα μικρού μεγέθους με λίγα ή και καθόλου συμπτώματα, χρειάζονται μόνο τακτική παρακολούθηση με υπερηχογραφικό έλεγχο ανά εξάμηνο.
Με εξαίρεση την υστερεκτομή, όλες οι υπόλοιπες υφιστάμενες θεραπείες αποσκοπούν στην ελάττωση ή εξαφάνιση των συμπτωμάτων με τη διακοπή της αιμορραγίας, την εξάλειψη του πόνου και τη διατήρηση της λειτουργικότητας της μήτρας.
Διακρίνονται οι εξής θεραπευτικές προσεγγίσεις :
1. Φαρμακευτική αντιμετώπιση
- Αντισυλληπτικά και μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη
Τα αντισυλληπτικά χάπια αν και χρησιμοποιούνται ευρέως για την αντιμετώπιση των ανωμαλιών της εμμήνου ρύσεως και της δυσμηνόρροιας, εντούτοις η συμβολή τους στην μείωση της έντασης και του αριθμού των αιμορραγικών επεισοδίων καθώς και του πόνου στις γυναίκες με ινομυώματα, παραμένει αμφιλεγόμενη. Αμφιλεγόμενη παραμένει και η αποτελεσματικότητα των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων στη καταπολέμηση του πόνου που προκαλείται από τα ινομυώματα.
- Ενδομήτριο σπείραμα Mirena
Διάφορες μελέτες υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα του ενδομήτριου σπειράματος Mirena στην αντιμετώπιση της αιμορραγίας σε γυναίκες με ινομυώματα, παρότι στις γυναίκες αυτές υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αποβολής του σπειράματος.
Οι αγωνιστές GnRH (οξεική λευπρορελίνη, τριπτορελίνη) προκαλούν αμηνόρροια και παρέχουν κατά 35-65% μείωση του όγκου των ινομυωμάτων μέσα σε 3 μήνες από την έναρξη της θεραπείας. Εντούτοις, τα αποτελέσματα της θεραπείας με GnRH αγωνιστές είναι προσωρινά, με σταδιακή αύξηση του μεγέθους των όγκων μέσα σε μερικούς μήνες από τον τερματισμό της θεραπείας. Επιπροσθέτως, τα συμπτώματα της ιατρογενούς εμμηνόπαυσης και η δυσμενής επίδραση του υποοιστρογονισμού στην οστική μάζα περιορίζουν τη χρήση της θεραπείας μέχρι 6 μήνες.
Οι αναστολείς αρωματάσης (αναστροζόλη, λετροζόλη, εξεμεστάνη) εμποδίζουν την ωοθηκική και περιφερική παραγωγή οιστρογόνων και μειώνουν τα επίπεδα της οιστραδιόλης μετά από 24 ώρες θεραπείας. Έχουν λιγότερες παρενέργειες από τους GnRH αγωνιστές, αλλά και ταχύτερη δράση.
- Ανταγωνιστές προγεστερόνης
Δρουν στο επίπεδο των υποδοχέων της προγεστερόνης, οι οποίοι ανευρίσκονται σε αφθονία στα ινομυώματα. Η μιφεπριστόνη είναι ο πιο μελετημένος ανταγωνιστής της προγεστερόνης. Πρόσφατες μελέτες αναφέρουν μείωση του όγκου των ινομυωμάτων κατά 26-74%. Η μείωση του όγκου φαίνεται να είναι ανάλογη με εκείνη που επιτυγχάνεται με τη χρήση GnRH αγωνιστών, αλλά η υποτροπή των ινομυωμάτων φαίνεται να είναι βραδύτερη μετά από τη χρήση της μιφεπριστόνης. Πιθανή παρενέργεια από τη χρήση της μιφεπριστόνης είναι η υπερπλασία του ενδομητρίου χωρίς ατυπία (14-28%).
2. Εμβολισμός μητριαίας αρτηρίας (ΕΜΑ)
Πρόκειται για μια ακτινολογική επεμβατική τεχνική και εναλλακτική λύση της υστερεκτομής. Πραγματοποιείται με διαδερμικό καθετηριασμό από την μηριαία αρτηρία κατόπιν ακτινοσκοπικής προσέγγισης της μητριαίας αρτηρίας και έγχυση σωματιδίων PVA (πολυβινυλ-αλκοόλης) ή μικροσφαιριδίων ακρυλικής ζελατίνης και αποσκοπεί στη μείωση της παροχή αίματος προς τα ινομυώματα με τελικό αποτέλεσμα τη σμίκρυνσή τους. Η αποτελεσματικότητα της τεχνικής στην ελάττωση της αιμορραγίας αγγίζει το 80-100% και το 40-60% στη μείωση των συμπτωμάτων πίεσης.
Οι πιθανές επιπλοκές αφορούν είτε στον καθετηριασμό, είτε στις επιπτώσεις της ισχαιμίας της μήτρας που μπορεί να προκαλέσει η νέκρωση των ινομυωμάτων με την εμφάνιση σηπτικής εικόνας και την αποβολή τους. Οφείλει να τονιστεί ότι η επιθυμία μελλοντικής τεκνοποίησης αποτελεί αντένδειξη για τη διενέργεια του εμβολισμού καθώς υπάρχει ο κίνδυνος της ωοθηκικής ανεπάρκειας, ενώ τα αποτελέσματα στη γονιμότητα και την κύηση είναι άγνωστα (λόγω ακτινοβολίας)
3. Συντηρητικές χειρουργικές επεμβάσεις
- Λαπαροτομική εκπυρήνιση ινομυώματος (Ινομυωματεκτομή)
Η ινομυωματεκτομή είναι η χειρουργική αφαίρεση ενός ή περισσοτέρων ινομυωμάτων με διατήρηση της μήτρας . Προτείνεται σε νεαρές συνήθως γυναίκες που θέλουν να διατηρήσουν την ικανότητα τεκνοποίησης ή σε γυναίκες που δεν επιθυμούν να αφαιρέσουν τη μήτρα τους. Στατιστικά, το 15% των γυναικών που υποβάλλονται σε ινομυωματεκτομή θα παρουσιάσουν υποτροπή των ινομυωμάτων, ενώ το 10% θα υποβληθούν τελικά σε υστερεκτομή μέσα στα επόμενα 5-10 έτη. Απαραίτητη είναι η ενημέρωση της ασθενούς ότι υπάρχει το ενδεχόμενο υστερεκτομής ως διεγχειρητική επιπλοκή της επέμβασης.
- Λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή
Η αφαίρεση των ινομυωμάτων γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως και σε ένα ανοιχτό χειρουργείο (λαπαροτομία) με τη διαφορά ότι η είσοδος στην κοιλιακή χώρα γίνεται μέσω μίας μικρής τομής (στον ομφαλό) στην οποία εισάγεται μία κάμερα υψηλής ευκρίνειας και επιπλέον δύο ή τριών ακόμη μικρών τομών, αντί μίας χειρουργικής τομής στην κοιλιά και μετέπειτα διάνοιξης των κοιλιακών τοιχωμάτων (λαπαροτομία). Η αφαίρεση των ινομυωμάτων, ακόμα και των μεγαλύτερων, γίνεται από μία οπή περίπου 2cm με τη χρήση ενός ειδικού εργαλείου (morcellator).
Η λαπαροσκοπική μέθοδος εμφανίζει αρκετά πλεονεκτήματα όπως η μειωμένη απώλεια αίματος/μειωμένη αιμορραγία, ο συντομότερος χρόνος νοσηλείας (συνήθως απαιτείται ένα 24ωρο), η γρηγορότερη ανάρρωση και λιγότερος μετεγχειρητικός πόνος. Ο κίνδυνος υποτροπής των ινομυωμάτων υπολογίζεται στο 33% στους επόμενους 27 μήνες από την επέμβαση. Συνιστάται συνήθως σε περιπτώσεις ινομυωμάτων με μέγεθος 6-8 εκατοστών, πολλαπλών, ή με βαθιά ενδοτοιχωματική εντόπιση. Στο 60% των περιπτώσεων λαπαροσκοπικής προσέγγισης αναφέρεται ο σχηματισμός ενδοκοιλιακών συμφύσεων, ενώ υπάρχει περίπτωση μετατροπής της λαπαροσκοπικής επέμβασης σε ανοιχτό χειρουργείο επί διεγχειρητικών επιπλοκών.
- Υστεροσκοπική ινομυωματεκτομή
Η μέθοδος εφαρμόζεται για την αφαίρεση υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος προβάλλει στην κοιλότητα της μήτρας. Μετά από την διάταση της μητρικής κοιλότητας με φυσιολογικό ορό, η διαδικασία περιλαμβάνει την είσοδο του υστεροσκοπίου, διαμέτρου 1cm, στη μήτρα μέσω του τραχήλου. Μέσα από αυτό περνάει ένα ειδικό ηλεκτρόδιο, το οποίο αφαιρεί το ινομύωμα μέσω του κόλπου. Απαραίτητη πριν την επέμβαση είναι η σωστή ταξινόμηση των υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων:
- Grade 0, ινομύωμα πλήρως εντοπισμένο στην κοιλότητα
- Grade Ι, ινομύωμα λιγότερο από 50% ενδοτοιχωματικό
- Grade ΙΙ, ινομύωμα περισσότερο από 50% ενδοτοιχωματικό
Η κύρια ένδειξη της υστεροσκοπικής προσπέλασης είναι τα Grade 0 υποβλεννογόνια ινομυώματα, ενώ όσον αφορά το μέγεθος, θεωρείται ότι τα 3-4 εκ. αποτελούν το ανώτερο όριο για την επιλογή της μεθόδου. Η μέθοδος εμφανίζει αρκετά πλεονεκτήματα όπως ο ελάχιστος χρόνος νοσηλείας και το χαμηλό ποσοστό επιπλοκών, ενώ υπερτερεί έναντι τόσο της λαπαροτομικής όσο και λαπαροσκοπικής ινομυωματεκτομής επί της μελλοντικής γονιμότητας. Η χορήγηση GnRH αναλόγων για 3 μήνες προ της επέμβασης μειώνει την αιμορραγία, το μέγεθος του ινομυώματος, την παροχή αίματος στη μήτρα και στο ινομύωμα και λεπταίνει το ενδομήτριο καθιστώντας ευκολότερη τη διενέργεια της επέμβασης.
4.Ριζική χειρουργική επέμβαση – Υστερεκτομή
Η ολική υστερεκτομή προσφέρει τη οριστική λύση στο πρόβλημα των συμπτωμάτων που προκαλούνται από την παρουσία των ινομυωμάτων και προτείνεται είτε όταν δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική είτε επί αντένδειξης ή αποτυχίας των φαρμακευτικών ή συντηρητικών αγωγών. Αν και αποτελεί τη συνήθη επιλογή σε γυναίκες με συμπτωματικά ινομυώματα άνω των 45 ετών ή σε γυναίκες που έχουν ολοκληρώσει τον οικογενειακό τους προγραμματισμό, οι απόλυτες ενδείξεις περιλαμβάνουν την ύπαρξη πολλαπλών ινομυωμάτων και την υποψία κακοήθους εξαλλαγής των ινομυωμάτων. Παράλληλα, η μέθοδος αντιμετωπίζει αποτελεσματικά και άλλες παθήσεις που μπορεί να συνυπάρχουν όπως η πυελική χαλάρωση, οι τραχηλικές δυσπλασίες ή η αδενομύωση της μήτρας. Στις δε περιπτώσεις όπου η υστερεκτομή προτείνεται για την αντιμετώπιση μηνορραγίας από ινομυώματα, θα πρέπει οπωσδήποτε πριν την εκτέλεσή της, να έχουν αποκλειστεί άλλα αίτια αιμορραγίας της μήτρας μέσω εκτέλεσης διαγνωστικής απόξεσης και λήψης βιοψίας του ενδομητρίου, ιδίως σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
Ανεξάρτητα από την οδό προσπέλασης (κοιλιακή, κολπική, λαπαροσκοπικώς υποβοηθούμενη), τα ποσοστά βελτίωσης των προεγχειρητικών συμπτωμάτων των ασθενών αγγίζουν το 90%. Επιπλέον, η υστερεκτομή δεν φαίνεται να επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή της γυναίκας καθώς η αφαίρεση της μήτρας και του τραχήλου δεν μεταβάλλει ουσιαστικά το μήκος του κόλπου. Σε εμμηνοπαυσιακές ασθενείς, η υστερεκτομή δεν προκαλεί κάποια ιδιαίτερη μεταβολή, παρά μόνο την εξαφάνιση των συμπτωμάτων. Σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, όπου δεν περιλαμβάνεται και η ταυτόχρονη αφαίρεση των ωοθηκών, η παραγωγή των ορμονών συνεχίζεται κανονικά παρά την εξαφάνιση της περιόδου λόγω αφαίρεσης της μήτρας. Αν, όμως, η επέμβαση περιλαμβάνει και την αφαίρεση των ωοθηκών, προκαλείται ιατρογενής εμμηνόπαυση η οποία ενδεχομένως θα διορθωθεί με ορμονοθεραπεία υποκατάστασης.