Ιός HPV

Ο ιός HPV (Human Papilloma Virus ή ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων) είναι ένας DNA ιός o οποίος μπορεί εν δυνάμει να προσβάλλει τα επιθηλιακά κύτταρα του δέρματος και των βλεννογόνων των ανθρώπων και ορισμένων ζώων. Μέχρι στιγμής έχουν αναγνωρισθεί πάνω από 190 διαφορετικά στελέχη του ιού, εκ των οποίων τα 120 μπορούν να προσβάλουν τον άνθρωπο. Από αυτά, περίπου τα 40 μεταδίδονται μέσω της σεξουαλικής επαφής, μολύνουν την περιοχή των γεννητικών οργάνων, ενώ διακρίνονται σε υψηλού και χαμηλού κινδύνου ανάλογα με την δυνατότητά τους να προκαλέσουν την ανάπτυξη προκαρκινικών ή καρκινικών  αλλοιώσεων.

Στελέχη HPV

Τα στελέχη του ιού, ανάλογα με την ικανότητά τους να προκαλέσουν ογκογόνο μετάλλαξη των κυττάρων που προσβάλλουν διακρίνονται κυρίως σε 2  κατηγορίες, τη κατηγορία χαμηλού κινδύνου και τη κατηγορία στελεχών υψηλού κινδύνου.

Στην ομάδα χαμηλού κινδύνου ανήκουν τα στελέχη 6 ,11 ,40, 42, 43, 44, 55, 61, 70, 72, 81, 83, 84, 89, με τους τύπους 6 και 11 να είναι οι συνηθέστεροι και να ενοχοποιούνται για το 90% περίπου των γεννητικών κονδυλωμάτων. Τα κονδυλώματα μπορούν να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε σημείο  των γεννητικών οργάνων της γυναίκας (και του άνδρα) και πιο συγκεκριμένα στο αιδοίο, στη μηρογεννητική περιοχή, στον κόλπο, στη κλειτορίδα, στον τράχηλο, στο περίνεο και στη περιπρωκτική περιοχή. Εκτός του γεννητικού συστήματος,  διάφορα στελέχη του ιού μπορούν να προσβάλλουν άλλες περιοχές του σώματος όπως τα χέρια, τα πέλματα, τους βλεννογόνους του αναπνευστικού, του στόματος αλλά και του κατώτερου τμήματος του παχέως εντέρου.

Στην ομάδα υψηλού κινδύνου διακρίνονται τα στελέχη 16, 18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68 ,70, 73 ,82 ,85 με τους τύπους 16 και 18 να  είναι οι πιο συχνοί. Ευθύνονται συνολικά για το 75% περίπου των καρκίνων του τραχήλου της μήτρας και για το 50% περίπου των υψηλόβαθμων προκαρκινικών βλαβών.

Αρχές μόλυνσης και μετάδοσης

Η εξάπλωση του ιού HPV είναι τόσο εκτεταμένη που υπολογίζεται ενδεικτικά ότι περίπου το  60% των γυναικών ήταν φορείς του ιού 3 χρόνια μετά την έναρξη της  σεξουαλικής  τους δραστηριότητας ενώ γενικά στο σύνολο του γυναικείου πληθυσμού οι 8 στις 10 γυναίκες έχουν έρθει σε επαφή με το ιό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα νοσήσουν όσοι έρχονται σε επαφή με τον ιό καθώς το ανοσοποιητικό σύστημα έχει την ικανότητα μερικώς να περιορίζει τη λοίμωξη  απομακρύνοντας τον ιό, αναλόγως του ιϊκού φορτίου και της κατάστασης του ανοσοποιητικού συστήματος. Ουσιαστικά η εμφάνιση βλαβών εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ του ανοσοποιητικού συστήματος του φορέα και του ίδιου του ιού. Αυτό εξηγεί την συχνή αυτόματη υποχώρηση των βλαβών χωρίς κάποια ιατρική παρέμβαση ή την επανεμφάνιση – υποτροπή της νόσου μετά από ένα διάστημα ελεύθερο από βλάβες. Κάθε γυναίκα που έχει ενεργή σεξουαλική ζωή κινδυνεύει να νοσήσει από τον ιό HPV. Στατιστικά, η πρωτολοίμωξη με τον ιό γίνεται  συχνότερα από την έναρξη της εφηβείας μέχρι την ηλικία των 25 ετών, όπου όμως το αμυντικό σύστημα της γυναίκας έχει μεγαλύτερη ικανότητα καταπολέμησης του ιού. Αντιθέτως, όταν η πρωτολοίμωξη με τον HPV γίνεται σε μεγαλύτερη ηλικία, η αποβολή του ιού  από τον οργανισμό αποδεικνύεται πολύ δυσκολότερη.

Τα στελέχη του HPV μεταδίδονται κατόπιν  άμεσης επαφής με την επιδερμίδα των γεννητικών οργάνων, τους βλεννογόνους ή με τα σωματικά υγρά. Δεν απαιτείται πλήρης διείσδυση για τη μετάδοση και η μετάδοση μπορεί να γίνει τόσο με το κολπικό όσο και με το πρωκτικό ή το στοματικό σεξ. Οι πολλαπλοί ερωτικοί σύντροφοι και η έναρξη σεξουαλικών επαφών σε νεαρή ηλικία αποτελούν επιπλέον επιβαρυντικούς παράγοντες. Η χρήση προφυλακτικού μειώνει αποδεδειγμένα τη πιθανότητα μετάδοσης του ιού, αλλά δεν  την αποκλείει. Πιθανή μετάδοση του ιού μπορεί επίσης να συμβεί και  κατά τον τοκετό νεογνού από  εγκυμονούσα  με ενεργό HPV λοίμωξη, όπου μπορεί να οδηγήσει σε πιθανή  λοίμωξη των γεννητικών οργάνων ή του ανώτερου αναπνευστικού του νεογνού. Οποιαδήποτε άλλη οδός μετάδοσης, όπως μέσω των χεριών ή μέσω υφασμάτων, αν και δε μπορεί να αποκλειστεί, προς το παρόν δεν έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά.

Η λοίμωξη με τον ιό HPV είναι  ασυμπτωματική και δεν γίνεται αντιληπτή από την γυναίκα παρά μόνο στην περίπτωση ανάπτυξης οξυτενών κονδυλωμάτων στα έξω γεννητικά της όργανα. Η απουσία οξυτενών κονδυλωμάτων στο αιδοίο και η ύπαρξη ασυμπτωματικής HPV λοίμωξης στον τράχηλο της μήτρας αποτελεί, όμως, το συνηθέστερο σενάριο. Ο HPV μπορεί να μεταδοθεί ακόμη κι αν το άτομο που έχει μολυνθεί από τον ιό δεν έχει εμφανίσει ποτέ συμπτώματα (κονδυλώματα). Η μεγαλύτερη πλειοψηφία των φορέων HPV  δεν παρουσιάζει βλάβες, τουλάχιστον κλινικά εμφανείς, μεταδίδοντας τον ιό χωρίς να το γνωρίζουν, όπως συμβαίνει σε γυναίκες φορείς του HPV με  υποκλινικές βλάβες στον τράχηλο της μήτρας ή στον κόλπο και οι οποίες μπορούν να διαγνωστούν μόνο κατά την κολποσκόπηση ή με βιοψία και μοριακή ανάλυση.

Γενικά, ο ιός HPV εισέρχεται στον οργανισμό μέσω μιας μικρής τομής, εκδοράς ή ρήξης στην επιφανειακή στιβάδα του δέρματος ή του βλεννογόνου. Ο χρόνος επώασης της νόσου, δηλαδή ο χρόνος που περνάει από τη μόλυνση μέχρι την εμφάνιση των βλαβών ποικίλει ευρέως καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις η εμφάνιση των κονδυλωμάτων μπορεί να συμβεί μετά από πολλά χρόνια, αλλά συνήθως κυμαίνεται από 4 εβδομάδες έως 8 μήνες. Όσον αφορά την ανάπτυξη του  καρκίνου, ο μέσος χρόνος που απαιτείται από την πρώτη επαφή με τον ιό μέχρι την εκδήλωση του  καρκίνου κυμαίνεται από 9 έως 15 έτη, ενώ μικρότερα χρονικά διαστήματα απαιτούνται από την πρωτολοίμωξη μέχρι την εμφάνιση των προκαρκινικών βλαβών. Οι χαμηλόβαθμες προκαρκινικές βλάβες LGSIL δύναται να αναπτυχθούν μετά από 4 μήνες, ενώ οι υψηλόβαθμες HGSIL συνηθέστερα μετά από 14 μήνες κατά μέσο όρο

Πρόληψη

Η πρόληψη μπορεί να επιτευχθεί, είτε πρωτογενώς, προλαμβάνοντας τη νόσο  μέσω του εμβολιασμού, είτε  δευτερογενώς, εντοπίζοντας τις πρώιμες βλάβες, μέσω του τεστ Παπανικολάου και του HPV DNA τεστ. Η εξαρχής αποχή από τις σεξουαλικές επαφές ή η μονογαμική σχέση με επίσης μονογαμικό σύντροφο μπορούν επίσης να αποτρέψουν τη λοίμωξη από τον ιό.

Ο εμβολιασμός σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ιανουάριος 2008), έχει ενταχθεί στο νέο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών και συνίσταται σε όλα τα κορίτσια ηλικίας 12-15 ετών καθώς και σε όσες γυναίκες 16-26 ετών δεν έχουν εμβολιαστεί σε προηγούμενη ηλικία.  Σε αυτές τις ηλικίες το εμβόλιο καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία. Υπάρχουν μελέτες ότι HPV 16/18 αρνητικές γυναίκες μέχρι και την ηλικία των 45 ετών μπορούν να επωφεληθούν από τον HPV εμβολιασμό, ανεξάρτητα από την ασφαλιστική κάλυψη του εμβολίου  μέχρι τα 26 έτη. Το σχήμα του εμβολιασμού περιλαμβάνει 3 δόσεις,  μια αρχική και δύο επιπλέον δόσεις μέσα σε έξι μήνες. Τα εμβόλια που κυκλοφορούν περιλαμβάνουν τα 2 προϋπάρχοντα εμβόλια έναντι του HPV, το 4δύναμο  με προστασία έναντι στα στελέχη 6, 11, 16, 18, και το 2δύναμο  με προστασία έναντι στα στελέχη 16, 18 καθώς και το νεότερο 9δύναμο με προστασία έναντι στα στελέχη  6, 11, 16, 18, 31, 33, 45, 52 και 58 του ιού HPV.

Ο εμβολιασμός μπορεί να προλάβει πάνω από το 70% των περιπτώσεων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας που προκαλούνται από τους πιο κοινούς ογκογόνους τύπους, αλλά δεν προστατεύει από όλους τους ογκογόνους τύπους. Γι’ αυτό, ο περιοδικός προσυμπτωματικός έλεγχος ρουτίνας με την εξέταση επιχρίσματος (Τεστ Παπ) παραμένει ιδιαίτερα σημαντικός.

Η δευτερογενής πρόληψη επιτυγχάνεται με τη πρώιμη διάγνωση των προκαρκινικών βλαβών μέσω του Τεστ Παπανικολάου, του HPV DNA test και ενδεχομένως της κολποσκόπησης. Οι βασικές αρχές τους περιγράφονται αναλυτικά στην ενότητα του προληπτικού ελέγχου και της γυναικολογικής ογκολογίας.

Η έννοια της θεραπείας έγκειται στην αντιμετώπιση των εκάστοτε βλαβών που έχουν προκληθεί και όχι στην θεραπεία – εκρίζωση του ιού. Με άλλα λόγια, η θεραπεία στοχεύει στην αντιμετώπιση των αλλοιώσεων που έχουν προκληθεί από τον ιό, χωρίς αυτό να σημαίνει τη παράλληλη εξουδετέρωση του ιού από το σώμα. Η εκρίζωση του ιού εξαρτάται ουσιαστικά από το αμυντικό σύστημα της ίδιας της γυναίκας.

Οξυτενή κονδυλώματα γυναικείων γεννητικών οργάνων

Τα κονδυλώματα εμφανίζονται ως μικρές, μυτερές προεξοχές του δέρματος, σαν μικρά σπυράκια ή στο σχήμα του κουνουπιδιού.  Αρχικά μπορεί να είναι μεμονωμένα, ενώ αργότερα ενδέχεται να πολλαπλασιαστούν, στο χρώμα του δέρματος ή λίγο λευκότερα και συνήθως δεν εκδηλώνουν πόνο, κνησμό ή αίσθημα καύσου. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου μπορεί να διογκωθούν, να ματώσουν και κάποια να γίνουν επώδυνα.  Συνήθως εμφανίζονται στο αιδοίο, στον κόλπο, περιπρωκτικά, στη βουβωνική χώρα καθώς και στον τράχηλο της μήτρας. Σπανιότερες θέσεις εμφάνισης είναι ο βλεννογόνος του στόματος, ο λάρυγγας, ο φάρυγγας και η ουρήθρα.

Οι τύποι του ιού που προκαλούν τα κονδυλώματα δεν σχετίζονται με τον καρκίνο. Προκαλούνται από την λοίμωξη με τα στελέχη HPV χαμηλού κινδύνου (6 ,11 ,40, 42, 43, 44, 55, 61, 70, 72, 81, 83, 84, 89), με κυριότερους εκπρόσωπους τα στελέχη 6 και 11. Στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτούν θεραπεία, ενώ συχνά μπορεί να υποχωρήσουν αυτόματα ή και να υποτροπιάσουν μετά από τη θεραπεία.

Διάφοροι παράγοντες προσδιορίζουν τη θεραπεία εκλογής για την αντιμετώπιση των οξυτενών κονδυλωμάτων όπως το μέγεθος και ο αριθμός τους, η ανατομική περιοχή στην οποία βρίσκονται καθώς και η μορφολογία τους. Ενδεικτικά, υπάρχουν οι επιλογές  του L.A.S.E.R. για τη περιοχή του τραχήλου της μήτρας ή του κόλπου, η διαθερμία για την εξάχνωση των εξωτερικών κονδυλωμάτων της γεννητικής περιοχής ή η τοποθέτηση ειδικών αλοιφών.

Προκαρκινικές ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις τραχήλου και καρκίνος

Η εμμένουσα μόλυνση από τα στελέχη υψηλού κινδύνου του HPV (16, 18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 56, 58, 59, 66, 68 ,70, 73 ,82 ,85)  με την  ενσωμάτωση του DNA του ιού στον πυρήνα των κυττάρων  του επιθηλίου αποτελούν απαραίτητους και αναγκαίους αιτιολογικούς παράγοντες για την ανάπτυξη διηθητικού καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Οι τύποι 16 και 18 είναι οι πιο συχνοί και ευθύνονται συνολικά για το 75% περίπου των περιστατικών καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και για το 55% περίπου των υψηλόβαθμων προκαρκινικών βλαβών. Λοιποί παράγοντες που συμβάλουν στην περαιτέρω μετάλλαξη των μολυσμένων κυττάρων από τον HPV είναι το κάπνισμα, η μακροχρόνια χρήση αντισυλληπτικών δισκίων, η καταστολή του ανοσοποιητικού  συστήματος  και η πτωχή δίαιτα σε φυλλικό οξύ, βιταμίνη C και καροτένιο.

Συχνά, αναφερόμενοι στον καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, επικεντρωνόμαστε στον καρκίνο εκ πλακωδών κυττάρων χωρίς να δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στον καρκίνο του τραχήλου εκ αδενικών κυττάρων, καθώς στη πραγματικότητα δεν πρόκειται για ένα αλλά για δύο είδη καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ο καρκίνος εκ αδενικών κυττάρων αφορά κύτταρα βαθιά μέσα στον ενδοτραχηλικό αυλό, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να εξεταστούν με τις τεχνικές του τεστ Παπανικολάου και της κολποσκόπησης. Το αδενοκαρκίνωμα του τραχήλου είναι περισσότερο δύσκολο να προληφθεί σε σχέση με το καρκίνωμα από πλακώδες επιθήλιο και σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αφορά το 10 – 15% των τραχηλικών καρκίνων. Η μόλυνση με τα ογκογόνα στελέχη HPV (συχνότερα τα 16, 18, 45) μπορεί να οδηγήσει σε προκαρκινικές αλλοιώσεις αδενικών κυττάρων, οι οποίες συχνά συνυπάρχουν με υψηλόβαθμη πλακώδη ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση CIN, που ανιχνεύεται πιο εύκολα με την κυτταρολογία και την κολποσκόπηση. Η κολποσκόπηση έχει μικρότερη ευαισθησία στην ανίχνευση αδενικών βλαβών συγκριτικά με τις βλάβες από το πλακώδες επιθήλιο.

 Ο καρκίνος εκ πλακωδών κυττάρων του τραχήλου είναι συχνότερος και περισσότερο μελετημένος. Η ενσωμάτωση του DNA του ιού HPV στα επιθηλιακά κύτταρα του τραχήλου της μήτρας δεν οδηγεί απευθείας σε καρκίνο, αλλά μεσολαβούν πολλά έτη στα οποία εμφανίζονται προκαρκινικές ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις χαμηλού LGSIL (Low Grade Squamous Intraepithelial  Lesion) ή αργότερα υψηλού βαθμού HGSIL (High Grade Squamous Intraepithelial  Lesion).

Υπάρχουν διαφόρων βαθμών βαρύτητας επιθηλιακές αλλοιώσεις εκ πλακωδών κυττάρων του τραχήλου και η ταξινόμησή τους γίνεται με βάση το ποσοστό του επιθηλίου που καταλαμβάνεται από παθολογικά κύτταρα με αλλοιώσεις.

Σύμφωνα με την κυτταρολογική ταξινόμηση κατά Bethesda 2001, σε ένα τεστ Παπανικολάου μπορούν να ανευρεθούν οι  εξής παθολογικές καταστάσεις:

Το 70–80% των προκαρκινικών ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων χαμηλού βαθμού LGSIL, ιδιαίτερα σε νέες γυναίκες, μπορεί να υποστραφεί αυτόματα χωρίς θεραπεία. Υπολογίζεται ότι μόνο το 10–20% των χαμηλόβαθμων αλλοιώσεων LGSIL θα εξελιχθεί τελικά σε υψηλόβαθμες ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις HGSIL. Οι δε υψηλόβαθμες ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις HGSIL παρουσιάζουν ποσοστό εξέλιξης σε διηθητικό καρκίνο της τάξης του 12–70% μέσα σε ένα μέσο χρονικό διάστημα 9 – 10 ετών.

Το μεγάλο χρονικό διάστημα (>10 χρόνια) που απαιτείται για την εξέλιξη των προκαρκινικών ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων σε διηθητικό καρκίνο, παρέχει τη δυνατότητα  παρακολούθησης και αντιμετώπισης της επιθηλιακής βλάβης λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό της βλάβης, την ηλικία της γυναίκας καθώς και την επιθυμία διατήρησης της αναπαραγωγικής της ικανότητας.

Μετά τη θεραπεία για HGSIL η παρακολούθηση γίνεται ανά εξάμηνο κατά τα δύο πρώτα χρόνια, με Τεστ Παπανικολάου και κολποσκόπηση. Στο διάστημα αυτό έχει παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα υποτροπών. Μετά τα δύο χρόνια και εφόσον δεν υπάρχει πρόβλημα, η παρακολούθηση γίνεται ανά έτος. Μελέτες έχουν δείξει ότι αυτές οι ασθενείς παρουσιάζουν 4 -5   φορές μεγαλύτερο ρίσκο να εμφανίσουν ανάλογες βλάβες ή και καρκίνο τραχήλου σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.

Προκαρκινικές ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις κόλπου (VAIN) και αιδοίου (VIN) και καρκίνος

Αντίστοιχα με τις προκαρκινικές ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις του τραχήλου της μήτρας (CIN), τα ογκογόνα στελέχη του ιού HPV  μπορούν να προκαλέσουν ανάλογες προκαρκινικές αλλοιώσεις στον κόλπο, γνωστές ως VAIN (Vaginal Intraepithelial Neoplasia), στο αιδοίο, γνωστές ως VIN (Vulvar Intraepithelial Neoplasia) καθώς και γύρω από τον πρωκτό, γνωστές ως PAIN (PeriAnal Intraepithelial Neoplasia).

Οι προκαρκινικές ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις του κόλπου (VAIN) μπορούν να διαγνωστούν με το Τεστ Παπανικολάου και να εντοπιστούν με το κολποσκόπιο. Ο καρκίνος του κόλπου είναι συχνότερα αποτέλεσμα της λοίμωξης από τα στελέχη 16 και 18.  Άλλοι παράγοντες όπως το  ιστορικό γεννητικών κονδυλωμάτων και η προηγούμενη ακτινοθεραπεία της περιοχής των γεννητικών οργάνων θεωρούνται επίσης ότι αυξάνουν τον σχετικό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του κόλπου. Γυναίκες με ιστορικό HGSIL, υστερεκτομής λόγω HGSIL ή λόγω καρκίνου του τραχήλου, οφείλουν να διερευνώνται σχολαστικά για τη πιθανή συνύπαρξη αλλοιώσεων VAIN.  Όσο νωρίτερα ανιχνευτεί η νόσος, τόσο λιγότερο επεμβατική είναι η θεραπεία και τόσο μεγαλύτερη  η επιτυχία της.

Όσον αφορά τις  αντίστοιχες βλάβες του αιδοίου (VIN), έχει παρατηρηθεί μια αύξηση της εμφάνισής τους κυρίως σε γυναίκες κάτω των 35 ετών και  η οποία αποδίδεται στην αλλαγή των σεξουαλικών συμπεριφορών καθώς το 90% των υψηλόβαθμων αλλοιώσεων συνοδεύεται από HPV λοίμωξη. Η παλαιότερη κατάταξή τους σε βλάβες VIN I, II, III (με  αλλοιώσεις στο 1/3, 2/3 και 3/3 του επιθηλίου αντίστοιχα) έχει εγκαταλειφθεί καθώς διαπιστώθηκε ότι δεν αντανακλούσε την φυσική εξέλιξη της νόσου. Πλέον οι βλάβες VIN ταξινομούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

  • Συνήθης τύπος VIN. Είναι ο πιο συχνός τύπος και ανευρίσκεται συνήθως σε νεότερες γυναίκες (30-40 ετών), συνοδεύεται συχνά από σκληρηντικό λειχήνα, ομαλό λειχήνα, νόσο Paget, έρπη γεννητικών οργάνων (HSV II) και συνδέεται με HPV λοίμωξη, ανοσοκαταστολή ή άλλη νεοπλασία του γεννητικού συστήματος. Εξελίσσεται σε διηθητικό καρκίνο στο 6,5% των ασθενών.
  • Διαφοροποιημένος ή απλός τύπος VIN. Πιο σπάνιος και απαντάται συχνότερα στις μεγαλύτερες γυναίκες (60-70 ετών). Εξελίσσεται σε διηθητικό καρκίνο στο 9% των ασθενών χωρίς θεραπεία. Μπορεί να συνοδεύεται από σκληρυντικό ή χρόνιο απλό λειχήνα, αλλά γενικά όχι με HPV λοίμωξη

Οι αλλοιώσεις είναι συνήθως ορατές με γυμνό μάτι, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις, στις οποίες εντοπίζονται μόνο μέσω κολποσκόπησης και βιοψίας.