All Posts By

Τερζάκης Παναγιώτης

Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών & υπογονιμότητα

By | Uncategorized
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) προσβάλλει το   3-8% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Προσδιορίζεται από κλινική και εργαστηριακή υπερανδρογοναιμία, ύπαρξη διογκωμένων και πολυκυστικών ωοθηκών και διαταραχή του καταμήνιου κύκλου. Για τη διάγνωσή του χρησιμοποιούνται τα κριτήρια του Rotterdam, όπου και απαιτείται η ύπαρξη τουλάχιστον δυο εκ των τριών. Κλινικά μπορεί να εκδηλωθεί  με υπερανδρογοναιμία, ολιγομηνόρροια ή αμηνόρροια, παχυσαρκία, μεταβολικό σύνδρομο ή/και υπογονιμότητα.

Η αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη και τα επακόλουθα προβλήματα του μεταβολισμού αποτελούν κοινό γνώρισμα στις γυναίκες με PCOS.  Η παραγωγή της ινσουλίνης εμφανίζεται αυξημένη προκειμένου να διατηρηθούν τα επίπεδα της γλυκόζης σε φυσιολογικά επίπεδα. Ο βαθμός της αντίστασης είναι διαφορετικός στους διάφορους ιστούς, με τις ωοθήκες να εμφανίζουν τη μικρότερη αντίσταση.

 

 

Διαγνωστικά κριτήρια του Rotterdam-2003

1 Παρουσία διαταραχής κύκλου (αραιομηνόρροια ή αμηνόρροια)
2 Κλινικά ή εργαστηριακά ευρήματα υπερανδρογοναιμίας
3 Υπερηχογραφικά ευρήματα πολυκυστικών ωοθηκών με τα ακόλουθα κριτήρια

·        Παρουσία ≥ 12 ωοθυλακίων σε μία από τις ωοθήκες και

·        Αύξηση του όγκου της ωοθήκης > 10 ml

·        Η ηχογένεια και η πάχυνση του στρώματος δεν πρέπει να λαμβάνονται ως διαγνωστικό κριτήριο

 

Η μετφορμίνη είναι ένα διγουανίδιο με αντι-υπεργλυκοσιμικές ιδιότητες, το οποίο μειώνει τη βασική και τη μεταγευματική γλυκόζη του πλάσματος, αυξάνει την πρόσληψη της γλυκόζης στους σκελετικούς μύες, ενώ επιπλέον μπορεί να συμβάλει και στη μείωση του σωματικού βάρους. Έχει μελετηθεί είτε μόνη είτε σε συνδυασμό με άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα στην αποκατάσταση της ωοθυλακιορρηξίας και την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας.

Μια νέα ερευνητική μελέτη από την American Society for Reproductive Medicine αναθεωρεί τις ενδείξεις για τη χρήση της μετφορμίνης στη πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας

Όλες οι πρόσφατες έρευνες που έχουν αξιολογήσει τη χρήση της μετφορμίνης στο σύνδρομο είναι ετερογενείς καθώς έχουν χρησιμοποιηθεί διαφορετικά διαγνωστικά κριτήρια, διαφορετικά σωματικά βάρη γυναικών, διαφορετικά τεστ ευαισθησίας στην ινσουλίνη, ενώ σε άλλες δεν έχει εκτιμηθεί η αντίσταση στην ινσουλίνη. Αυτή η ετερογένεια περιορίζει τη βαρύτητα των αποτελεσμάτων.

Έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα ευρήματα :

  • Μετφορμίνη σε σχέση με placebo.
    Ο μέσος όρος ωοθυλακιορρηξίας και τα ποσοστά κλινικά επιβεβαιωμένης εγκυμοσύνης εμφάνισαν σημαντική βελτίωση μετά τη χρήση μετφορμίνης.
  • Μετφορμίνη σε σχέση με κιτρική κλομιφαίνη.
    Η μετφορμίνη αποδεικνύεται λιγότερο αποτελεσματική σε σχέση με τη κιτρική κλομιφαίνη στη πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας. Μια μετα-ανάλυση 14 κλινικών δοκιμών έδειξε χαμηλότερα ποσοστά κλινικά επιβεβαιωμένων κύησεων όταν χρησιμοποιήθηκε μετφορμίνη αντί κιτρικής κλομιφαίνης.
  • Μεφορμίνη με κιτρική κλομιφαίνη σε σχέση με μεφορμίνη.
    Ο συνδυασμός τους οδήγησε σε υψηλότερα ποσοστά ωοθυλακιορρηξίας, κλινικά επιβεβαιωμένων κυήσεων και τοκετών ζώντων εμβρύων.
  • Μετφορμίνη και κιτρική κλομιφαίνη σε σχέση με κιτρική κλομιφαίνη σε γυναίκες με αντίσταση στη κιτρική κλομιφαίνη.
    Ο συνδυασμός τους οδήγησε σε υψηλότερα ποσοστά ωοθυλακιορρηξίας και κλινικά επιβεβαιωμένων κυήσεων.
  • Μετφορμίνη και κιτρική κλομιφαίνη σε σχέση με λαπαροσκοπική διάτρηση (drilling) ωοθηκών σε γυναίκες με αντίσταση στη κιτρική κλομιφαίνη.
    Χωρίς ουσιώδη διαφορά στα ποσοστά ωοθυλακιορρηξίας και κλινικά επιβεβαιωμένων κυήσεων.
  • Μετφορμίνη και κιτρική κλομιφαίνη σε σχέση με γοναδοτροπίνες σε γυναίκες με αντίσταση στη κιτρική κλομιφαίνη.
    Τα αποτελέσματα στα ποσοστά βελτίωσης της ωοθυλακιορρηξίας και των κλινικά επιβεβαιωμένων κυήσεων είναι αντικρουώμενα.
  • Η μετφορμίνη ανήκει στη κατηγορία Β επικινδυνότητας των φαρμάκων και ως τέτοιο μπορεί να χορηγηθεί στην εγκυμοσύνη. Τα στοιχεία για την πρόκληση αποβολών είναι ανεπαρκή για την αποκομιδή συμπερασμάτων.

Οι οδηγίες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι προς το παρόν τα στοιχεία είναι ανεπαρκή για τη βελτίωση των  ποσοστών των τοκετών ζώντων εμβρύων σε γυναίκες με PCOS, παρόλη την ύπαρξη στοιχείων σαφούς βελτίωσης των ποσοστών ωοθυλακιορρηξίας και κλινικά επιβεβαιωμένων κυήσεων.

Συμπερασματικά

Το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (PCOS) χαρακτηρίζεται από διαταραχές  στην ωορρηξία και υπογονιμότητα. Η αποκατάσταση της ωορρηξίας θα μπορούσε να βελτιώσει την γονιμότητα γυναικών με βατές σάλπιγγες και των οποίων οι σύντροφοι εμφανίζουν φυσιολογικές παραμέτρους στο σπερμοδιάγραμμα. Επιπρόσθετα, πάνω από το 50% των γυναικών με PCOS είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η σωστή διατροφή και η σωματική άσκηση, μέσω της μείωσης του σωματικού βάρους, θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αποκατάσταση της ωοθηκικής λειτουργίας. Οι γυναίκες που εξακολουθούν και εμφανίζουν μειωμένα ποσοστά ωορρηξίας θα χρειαστούν ενδεχομένως επιπλέον φαρμακευτική θεραπεία.

Ο στόχος της θεραπείας, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι η  αποκατάσταση της ωρίμανσης ενός μόνο ωοθυλακίου, όπως συμβαίνει σε ένα φυσιολογικό κύκλο. Μικρές δόσεις φαρμάκου μπορεί να μην οδηγήσουν σε ωορρηξία, ενώ μεγάλες δόσεις μπορεί να οδηγήσουν στην πολλαπλή ανάπτυξη ωοθυλακίων ή στην υπερδιέγερση των ωοθηκών. Η δόση του θεραπευτικού παράγοντα θα πρέπει να αυξάνεται σταδιακά έως ότου επιτευχθεί το θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες, η αποκλειστική χρήση μετφορμίνης στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας που σχετίζεται με το σύνδρομο εμφανίζει ελάχιστα πλεονεκτήματα και για αυτό δεν προτείνεται ως φαρμακευτικός παράγοντας πρώτης γραμμής.  Η χορήγηση της μετφορμίνης θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη στα πλαίσια συνδυαστικής θεραπείας σε γυναίκες με φτωχή απάντηση στη κιτρική κλομιφαίνη και ανωοθυλακιορρηξία. Επιπρόσθετα, απεδείχθη ότι η μετφορμίνη  ελαττώνει το σχετικό κίνδυνο υπερδιέγερσης των ωοθηκών κατά τη διάρκεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

(Πηγή : Pubmed 11.2017)

Πρόληψη των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος στις γυναίκες

By | Uncategorized
Το μεγαλύτερο μέρος των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος μπορεί να προληφθεί βελτιώνοντας τη καθημερινή ζωή λαμβάνοντας υπόψη ένα ευρύ και απλό φάσμα οδηγιών και συστάσεων. Στις οδηγίες αυτές διακρίνονται συστάσεις για την υγιεινή, την ενδυμασία, τη δίαιτα, τις σωματικές δραστηριότητες και τις φαρμακευτικές θεραπείες.

Το μεγαλύτερο μέρος των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος στις γυναίκες είναι ανιούσες φλεγμονές από μικρόβια που αρχικά αποικίζουν το κολπικό τοίχωμα και ενδεχομένως την ουρήθρα. Από εκεί, τα μικρόβια μπορούν να προχωρήσουν προς τα πάνω προσβάλλοντας την ουροδόχο κύστη, τους ουρητήρες και τα νεφρά. Το σύνολο των προληπτικών μέτρων αποσκοπούν στη παρεμπόδιση αυτής της μετάδοσης κατά συνέχεια ιστού.

Κανόνες υγιεινής

Ο πολύ απλός κανόνας του σκουπίσματος από μπροστά προς τα πίσω. Ποτέ το ανάποδο, καθώς τα μικρόβια του πρωκτού μπορούν να μεταναστεύσουν προς τον κόλπο μέσω του χεριού ή του χαρτιού υγείας. Μετά την αφόδευση, καθαρίστε την περιοχή του πρωκτού με ήπιες κινήσεις με κατεύθυνση πάντα από μπροστά προς τα πίσω και αποφύγετε να χρησιμοποιήσετε το ίδιο κομμάτι χαρτιού παραπάνω από μια φορά.

Προτιμήστε το ντους και αποφύγετε τα μπάνια μεγάλης διάρκειας. Το νερό της μπανιέρας θα μπορούσε δυνητικά να περιέχει μικρόβια από τα τοιχώματα της μπανιέρας. Πλυθείτε πάντα με κατεύθυνση από μπροστά προς τα πίσω.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου, θα μπορούσατε να προτιμήσετε τα ταμπόν αντί τις σερβιέτες, καθώς αυτά περιορίζουν την διασπορά των μικροβίων και κρατούν την ουρήθρα περισσότερη στεγνή.

Ιδιαίτερα αποτελεσματική είναι η συχνή εκκένωση της ουροδόχου κύστης. Προσπαθήστε να ουρείτε ανά 4 ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας ακόμα κι όταν δε νιώθετε την ανάγκη να το κάνετε. Ιδιαίτερα, όμως, όταν νιώθετε την ανάγκη να ουρήσετε, μην το καθυστερείτε περισσότερο.

Στις σεξουαλικές επαφές, φροντίστε να ουρείτε τόσο πριν όσο και μετά.

 

Ενδυμασία

Αποφύγετε την, συχνή έστω, χρήση στενών και συνθετικών ρούχων και εσωρούχων και προτιμήστε τα βαμβακερά. Τα στενά και συνθετικά ρούχα και εσώρουχα αυξάνουν την υγρασία του κόλπου οδηγώντας σε  πολλαπλασιασμό των μικροβίων και αποικισμό της ουρήθρας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, θα μπορούσε να προταθεί η αποστείρωση των πετσετών σκουπίσματος και προσωπικής υγιεινής. Αυτό το επιπλέον μέτρο είναι κατά πάσα πιθανότητα μη αναγκαίο για τις περισσότερες ασθενείς με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, αλλά θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στις πιο σοβαρές ή ανθεκτικές περιπτώσεις.

Οδηγίες αποστείρωσης :

  • Πλύνετε τις πετσέτες με ζεστό νερό και σαπούνι.
  • Βράστε τις πετσέτες για τουλάχιστον 20 λεπτά (προαιρετικό).
  • Βγάλτε τις πετσέτες από το νερό και αφήστε τες να στεγνώσουν.
  • Τοποθετήστε τη κάθε στεγνή πετσέτα μεμονωμένα σε αεροστεγώς σφραγιζόμενη πλαστική σακούλα χωρίς να κλείσετε τη σακούλα.
  • Τοποθετήστε τις σακούλες με τις πετσέτες σε φούρνο μικροκυμάτων μαζί με ένα μεγάλο ποτήρι κρύο νερό.
  • Ρυθμίστε τον φούρνο στο μέγιστο για 5 λεπτά και ανάψτε τον. Βγάλετε το ποτήρι με το ζεστό νερό, βάλτε ένα νέο με κρύο και επαναλάβετε για άλλα 5 λεπτά.
  • Αφήστε τις σακούλες να κρυώσουν και μετά κλείστε τις.

Η τεχνική αυτή εξολοθρεύει τα μικρόβια μέσω των μικροκυμάτων. Το νερό προστατεύει τις σακούλες και τις πετσέτες από τη φωτιά και το λιώσιμο.

Δίαιτα

Πιείτε απλά περισσότερο νερό. Ξεκινήστε με ένα ποτήρι παραπάνω σε κάθε γεύμα. Όταν η απόχρωση των ούρων είναι πιο σκούρα από ένα απαλό κίτρινο, θα πρέπει να αυξήσετε τη κατανάλωση υγρών.

Μια αναδρομική μελέτη 140 γυναικών με υποτροπιάζουσα ουρολοίμωξη έδειξε ότι η αυξημένη κατανάλωση υγρών μειώνει το κίνδυνο επαναλαμβανόμενων ουρολοιμώξεων. Στη μελέτη συμμετείχαν προ-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ιστορικό 3 ή περισσοτέρων επεισοδίων λοίμωξης του ουροποιητικού μέσα στο έτος οι οποίες είχαν αναφέρει μειωμένη πρόσληψη υγρών (λιγότερο από 1,5 λίτρα την ημέρα). Χωρίζοντας τις γυναίκες σε 2 κατηγορίες με τη μία κατηγορία να περιλαμβάνει γυναίκες  που αύξησαν την ημερήσια κατανάλωση υγρών σε επιπλέον 1,5 λίτρο την ημέρα από το συνηθισμένο και την άλλη κατηγορία να συνεχίζει τη μειωμένη κατανάλωση (λιγότερο από 1,5 την ημέρα), η έρευνα έδειξε ότι μέσα σε ένα χρόνο οι γυναίκες που αύξησαν την ημερήσια κατανάλωση εμφάνισαν κατά 48% λιγότερα επεισόδια ουρολοίμωξης από εκείνες που παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα κατανάλωσης. Αν και το μόνο υγρό που λήφθηκε υπόψη ήταν το νερό, εντούτοις και άλλα υγρά θα μπορούσαν να έχουν παρόμοια αποτελέσματα, ενώ επιπλέον τα ίδια οφέλη θα μπορούσαν να εμφανιστούν και σε μετα-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Επιπλέον, η ανάγκη για χρήση αντιβιοτικής θεραπείας φάνηκε μειωμένη κατά 47% στις γυναίκες που αύξησαν την ημερήσια κατανάλωση υγρών.

Η κατανάλωση χυμών ή χαπιών cranberries φαίνεται να είναι περισσότερο αποτελεσματική σε νεότερες γυναίκες.

Δραστηριότητα

Προχωρήστε σε εκκένωση της ουροδόχου κύστης πριν από οποιαδήποτε σωματική δραστηριότητα, ενώ φροντίστε να καταναλώνετε επαρκή ποσότητα νερού ή άλλων υγρών.

Πάρτε τις προφυλάξεις σας μετά τη σεξουαλική δραστηριότητα. Καθώς μικρόβια μπορεί να αποικίσουν την ουρήθρα μετά την επαφή, φροντίστε να ουρείτε πάντα πριν και μετά την επαφή. Πιείτε 2 ποτήρια νερό μετά την επαφή.

Αποφύγετε τη, συχνή έστω, χρήση σπερματοκτόνων ουσιών. Οι ουσίες αυτές σκοτώνουν τα σπερματοζωάρια αλλά εξολοθρεύουν παράλληλα και τη φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου συμβάλλοντας στον αποικισμό του από παθογόνους μικροοργανισμούς.

 

Φάρμακα

Στις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η χρήση οιστρογόνων υπό τη μορφή κολπικής κρέμας θα μπορούσε να μειώσει τη συχνότητα εμφάνισης των λοιμώξεων της ουρήθρας. Δεν συνιστάται , παρόλα αυτά, η αλόγιστη χρήση τους παρά μόνο μετά από γυναικολογικό έλεγχο.

Αποφύγετε την αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών. Ακολουθήστε τις οδηγίες του ιατρού σας στις περιπτώσεις συνταγογράφησης αντιβιοτικών ουσιών.

Επόμενα βήματα

Τις περισσότερες φορές, οι ανωτέρω οδηγίες και συστάσεις επαρκούν για την αποφυγή των λοιμώξεων του ουροποιητικού. Αν παρόλα αυτά, αναπτυχθεί μια λοίμωξη του ουροποιητικού είναι αναγκαία η ιατρική εξέταση πριν τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου. Απαραίτητη είναι η γενική εξέταση και η καλλιέργεια των ούρων καθώς και η επισκόπηση του κόλπου για σημεία κολπίτιδας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, θα μπορούσε να ζητηθεί και ο υπερηχογραφικός έλεγχος των νεφρών, ουρητήρων και ουροδόχου κύστεως.

Ημικρανία μετά την περίοδο

By | Uncategorized

Μια νέα έρευνα που διεξήχθη από το University of North Carolina και το Carolina Headache Institute-Research και παρουσιάστηκε στο American Headache Society 2017 Symposium υποστηρίζει ότι η ημικρανία που εμφανίζεται τις αμέσως επόμενες ημέρες μετά την έμμηνο ρύση μπορεί να σχετίζεται περισσότερο με τη χαμηλή φερριτίνη λόγω της απώλειας του αίματος παρά με τη διακύμανση των οιστρογόνων.

Η απώλεια του αίματος κατά τις ημέρες της περιόδου οδηγώντας σε μια παροδική σχετική αναιμία
θα μπορούσε να εξηγήσει την εμφάνιση της ημικρανίας.

Στην έρευνα ελήφθησαν στοιχεία από 119 γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 36.8 έτη και με μέσο δείκτη σωματικού βάρους 26.6 Kg/m². Από αυτές, αξιολογήθηκαν οι 85 οι οποίες εμφάνιζαν κανονική εμμηνορρυσία  με τις 30 εκ των οποίων να εμφανίζουν ημικρανία μετά τη περίοδο. Ο μέσος όρος διάρκειας της ημικρανίας ήταν 2,6 ημέρες ενώ η ημικρανία χαρακτηριζόταν ως σοβαρή για τουλάχιστον μια ημέρα.

Από τις 30 γυναίκες με ημικρανία, οι 28 (93,3%) παρουσίαζαν χαμηλότερα επίπεδα φερριτίνης από το ελάχιστο αποδεκτό όριο των 50 ng/ml (μέσο όρο 21.9 ng/ml).

Είναι ήδη γνωστό πως ο χρόνιος πονοκέφαλος είναι ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα χαμηλών επιπέδων φεριττίνης ενώ επιπλέον συσχετίζεται  με αναιμία, υποξαιμία και υπερκαπνία. Η χορήγηση συμπληρωμάτων σιδήρου θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιμετώπιση των επεισοδίων ημικρανίας μετά τη περίοδο.

Τα διαγνωστικά κριτήρια της ημικρανίας στο τέλος της περιόδου περιλαμβάνουν:

  • Αναμενόμενη ημικρανία με ή χωρίς αύρα
  • Ημικρανία που επισυμβαίνει μετά ή κατά το τέλος της εμμήνου ρύσεως

Αν και τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν θετικά, εντούτοις αναμένονται νέες έρευνες για την επιβεβαίωση των στοιχείων, ενώ η ημικρανία μετά την έμμηνο ρύση δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη ως διάγνωση με βάση την International Classification of Headache Disorders.

(Πηγή : Pubmed 11.2017)

Διαβήτης & υπέρταση κύησης

By | Uncategorized

Η ταυτόχρονη εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη και αρτηριακής υπέρτασης κατά  τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνει σημαντικά το σχετικό κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη, αρτηριακής υπέρτασης και καρδιαγγειακής νόσου στη μετέπειτα ζωή των γυναικών αυτών, όπως προκύπτει από μια νέα ερευνητική μελέτη του Πανεπιστημίου McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά (Am J Epidimiology 2017;186:115-1124).

Παρόλο τον ήδη γνωστό συσχετισμό μεταξύ διαβήτη κύησης και μεταγενέστερου διαβήτη τύπου ΙΙ, καθώς και μεταξύ της αρτηριακής υπέρτασης στη κύηση και της πιθανής μεταγενέστερης αρτηριακής υπέρτασης, λίγα είναι γνωστά σχετικά με την μελλοντική έκβαση και τους πιθανούς κινδύνους στις περιπτώσεις συνύπαρξης και των δύο αυτών παθολογικών καταστάσεων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Είναι γνωστό ότι η ύπαρξη διαβήτη κύησης ή αρτηριακής υπέρτασης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνει το σχετικό κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη τύπου ΙΙ στη μετέπειτα ζωή της γυναίκας κατά περίπου 15%. Ο σχετικός όμως κίνδυνος εκδήλωσης διαβήτη τύπου ΙΙ στις περιπτώσεις γυναικών που κατά την εγκυμοσύνη τους  εμφάνισαν ταυτόχρονα σακχαρώδη διαβήτη και αρτηριακή υπέρταση αυξάνεται κατά 37 φορές.

Επιπλέον, η ύπαρξη της μιας ή της άλλης παθολογικής κατάστασης στην εγκυμοσύνη διπλασιάζει το σχετικό κίνδυνο εμφάνισης αρτηριακής υπέρτασης στη μετέπειτα ζωή της γυναίκας. Αυτός όμως ο σχετικός κίνδυνος μεταγενέστερης αρτηριακής υπέρτασης εμφανίζεται περίπου 6 φορές υψηλότερος στις περιπτώσεις συνύπαρξης διαβήτη κύησης και υπέρτασης κύησης.

Σχετικός κίνδυνος για εκδήλωση μεταγενέστερης αρτηριακής υπέρτασης, σακχαρώδους διαβήτη τύπου ΙΙ και καρδιαγγειακής νόσου

 

Μεταγενέστερος διαβήτης τύπου ΙΙ

Κυήσεις με διαβήτη κύησης ή υπέρταση κύησης 14.7
Κυήσεις με διαβήτη κύησης και υπέρταση κύησης 36.9

Μεταγενέστερη αρτηριακή υπέρταση

Κυήσεις με διαβήτη κύησης ή υπέρταση κύησης 1.9
Κυήσεις με διαβήτη κύησης και υπέρταση κύησης 5.7

Καρδιαγγειακή Νόσος & Θνησιμότητα

Κυήσεις με διαβήτη κύησης ή υπέρταση κύησης 1.4
Κυήσεις με διαβήτη κύησης και υπέρταση κύησης 2.4

Συντομότερος μέσος χρόνος διάγνωσης στις περιπτώσεις συνύπαρξης διαβήτη και υπέρτασης κύηση

Η συγκεκριμένη έρευνα έδειξε ότι ο μέσος χρόνος διάγνωσης μεταγενέστερου σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ σε γυναίκες που είχαν αρτηριακή υπέρταση ή διαβήτη κύησης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους ήταν 5.3 χρόνια σε αντίθεση με τα 4.6 χρόνια στις γυναίκες που εμφάνισαν ταυτόχρονα και τις δύο αυτές παθολογικές καταστάσεις (διαβήτη και υπέρταση κύησης) στην εγκυμοσύνη τους.

Επιπρόσθετα, τα νούμερα αυτά διαφέρουν κατά πολύ με αυτό του μέσου χρόνου διάγνωσης σακχαρώδους διαβήτη τύπου ΙΙ σε γυναίκες που δεν είχαν ούτε διαβήτη ούτε υπέρταση κύησης και ο οποίος υπολογίστηκε στα 11.2 χρόνια.

Αναλόγως, ο μέσος χρόνος διάγνωσης μεταγενέστερης αρτηριακής υπέρτασης σε γυναίκες είχαν αρτηριακή υπέρταση ή διαβήτη κύησης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους ήταν 9.3 χρόνια σε αντίθεση με τα 6 χρόνια στις γυναίκες που εμφάνισαν ταυτόχρονα και τις δύο αυτές παθολογικές καταστάσεις (διαβήτη και υπέρταση κύησης) στην εγκυμοσύνη τους. Στις δε περιπτώσεις κυήσεων χωρίς τη μία ή την άλλη παθολογική κατάσταση (διαβήτη ή υπέρταση), ο μέσος χρόνος διάγνωσης αρτηριακής υπέρτασης υπολογίστηκε στα 10.8 χρόνια.

Στη περίπτωση της διάγνωσης μεταγενέστερης καρδιαγγειακής νόσου, ο μέσος χρόνος υπολογίστηκε στα 10,8 χρόνια στις περιπτώσεις της συνύπαρξης, στα 11,4 χρόνια της μεμονωμένης ύπαρξης διαβήτη ή υπέρτασης κύησης και στα 11,5 χρόνια στις κυήσεις χωρίς διαβήτη ή υπέρταση.

Ο σημαντικότερος παράγοντας  παραμένει η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής

Μετά τον τοκετό με την λύση του διαβήτη ή/και της υπέρτασης της εγκυμοσύνης και με την έλευση του βρέφους στην οικογένεια, συνήθως, αν και εσφαλμένα, η νέα μητέρα ασχολείται αποκλειστικά με το μωρό της βάζοντας στην άκρη τα δικά της θέματα.  Κάτι τέτοιο όμως αποδεικνύεται μακροπρόθεσμα λάθος, καθώς  η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής και διατροφής  εξασφαλίζουν σωματική υγεία και ευεξία.

Η κακή διατροφή, η παχυσαρκία και ο καθιστικός τρόπος ζωής παραμένουν κοινοί προδιαθεσικοί παράγοντες για την εκδήλωση σακχαρώδους διαβήτη, αρτηριακής υπέρτασης και καρδιαγγειακής νόσου.

Ο έλεγχος του  σωματικού βάρους, μια σωστή και ισορροπημένη διατροφή, η σωματική άσκηση, ο μητρικός θηλασμός αλλά και φαρμακευτικές ή επεμβατικές προσεγγίσεις καταπολέμησης της παχυσαρκίας μπορούν  αναμφισβήτητα να έχουν προστατευτικό ή θεραπευτικό ρόλο.

(Πηγή : Pubmed 11.2017)

Εμβόλια στην εγκυμοσύνη

By | Uncategorized

Τι είναι τα εμβόλια

Τα εμβόλια είναι  βιολογικά παρασκευάσματα που χορηγούμενα προκαλούν τη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος μέσω  της παραγωγής αντισωμάτων και  ευαισθητοποιημένων Τ-λεμφοκυττάρων έναντι των παραγόντων που περιέχουν. Τα εμβόλια περιέχουν συνήθως ένα ή περισσότερους νεκρούς ή αδρανοποιημένους νοσογόνους παράγοντες ή εξουδετερωμένα παράγωγα αυτών τα οποία ευθύνονται για την εκδήλωση μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων ασθενειών.

Η χορήγηση των εμβολίων οδηγεί στην επίτευξη τεχνητής ενεργητικής ανοσίας ενώ μπορούν να έχουν τόσο προληπτικό (απόκτηση ανοσίας απέναντι σε κάποιον νέο μικροοργανισμό) όσο θεραπευτικό ρόλο. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορούν να εγγυηθούν πλήρη προστασία από κάποια ασθένεια, εντούτοις ακόμα και μία μερική, αργή ή αδύναμη ανοσία μπορεί να μετριάσει την εξέλιξη της ασθένειας οδηγώντας σε ένα χαμηλότερο ποσοστό νοσηρότητας ή/και θνησιμότητας με ελαφρύτερα συμπτώματα και ταχύτερη ανάρρωση.

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί η άνοδος ενός αντι-εμβολιαστικού κινήματος, το οποίο έχει καθαρά συνωμοσιολογικές βάσεις. Η κύρια ανησυχία υπήρχε για το τριπλό εμβόλιο MMR (ιλαρά/ερυθρά/παρωτίτιδα) και τον προσθετικό παράγοντα θιμεροζάλη και τη πιθανή σύνδεση του με την εκδήλωση αυτισμού. Το σύνολο όμως των μελετών αποδεικνύουν ότι τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό. Τα εμβόλια αποτελούν αναμφισβήτητα ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του 20ου αιώνα, καθώς η χρήση τους οδήγησε στην εξάλειψη διαφόρων σοβαρών και θανατηφόρων ασθενειών, όπως η ευλογιά και η πολυομυελίτιδα στις περισσότερες χώρες.

Η έναρξη του εμβολιασμού ξεκινώντας  από τη βρεφική ηλικία αποσκοπεί στη προστασία έναντι σε σοβαρά νοσήματα, τα οποία θα είχαν ενδεχομένως οδυνηρές συνέπειες σε ένα μη εμβολιασμένο πληθυσμό, όπως η σοβαρή νόσηση, η μόνιμη αναπηρία ή ακόμα ο θάνατος. Μέχρι την ηλικία των 2 μηνών, ηλικία έναρξης των εμβολιασμών, τα βρέφη είναι ιδιαίτερα ευπαθή καθώς η μερική προστασία από τα αντισώματα της μητέρας που κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν διέλθει διαμέσου του πλακούντα και από εκείνα που μεταφέρονται με το μητρικό γάλα κατά το θηλασμό, δεν επαρκεί για να τα προστατέψει. Εξαιτίας λοιπόν, της πιθανότητας εμφάνισης στα βρέφη διαφόρων λοιμώξεων, αυτοί οι πρώτοι μήνες αποτελούν μία ιδιαίτερα επικίνδυνη περίοδο και απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή. Η ίδια προσοχή απαιτείται και για την ίδια την γυναίκα κατά το διάστημα της εγκυμοσύνης της καθώς μια λοίμωξη μπορεί να εμφανίσει επιπλοκές τόσο στη μητέρα όσο και στο κυοφορούμενο έμβρυο.

 

Πρέπει να γίνονται εμβόλια στην εγκυμοσύνη;

Κάποιες από τις συχνότερες απορίες των εγκύων είναι αν πρέπει και αν επιτρέπεται  να κάνουν εμβόλια, ποια είναι αυτά που πρέπει να γίνουν, αν είναι ακίνδυνα για το μωρό τους και πότε αυτά πρέπει να γίνονται.

 

Στα πλαίσια προστασίας τόσο της εγκύου όσο και του κυοφορούμενου εμβρύου – βρέφους, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών των Η.Π.Α. (C.D.C.), η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών καθώς και το σύνολο των διεθνών επιστημονικών επιτροπών συνιστούν τον εμβολιασμό των εγκύων γυναικών με συγκεκριμένα εμβόλια, τα οποία κρίνονται απολύτως ασφαλή για την έγκυο και το έμβρυο.

Οι οδηγίες συνιστούν τον εμβολιασμό κατά της γρίπης με το αδρανοποιημένο (αποτελείται από νεκρό ιό) εμβόλιο της γρίπης στις εγκύους γυναίκες  οποιουδήποτε τριμήνου, στις μη εμβολιασμένες λεχωΐδες και στις μητέρες που θηλάζουν, καθώς και τον εμβολιασμό της εγκύου με το τριπλό εμβόλιο κατά της διφθερίτιδας, τετάνου και κοκκύτη (Τdap) σε κάθε εγκυμοσύνη, στο 2ο  με 3ο  τρίμηνο της κύησης.

 

Εμβόλιο γρίπης

Οι εγκυμονούσες γυναίκες παρουσιάζουν ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν με τον ιό της γρίπης  ακόμα και αν δεν εμφανίζουν άλλους παράγοντες κινδύνου. Ο ιός της γρίπης (εποχιακή/ιοί της γρίπης Α & Β καθώς και η γρίπη των χοίρων) μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην γενικότερη υγεία της εγκύου όσο και του  εμβρύου και για το λόγο αυτό, η χορήγηση του εμβολίου της γρίπης συστήνεται σε κάθε έγκυο που κυοφορεί κατά την περίοδο μετάδοσης της γρίπης (χειμερινοί μήνες).  Επιπρόσθετα ο εμβολιασμός της εγκύου για τη γρίπη προστατεύει παράλληλα τα βρέφη κάτω των 6 μηνών που δεν μπορούν να εμβολιαστούν για τη γρίπη.

Η γρίπη δεν αποτελεί μία και τόσο απλή υπόθεση, καθώς αποτελεί μια από τις συχνότερες αιτίες νοσηλείας σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, ενώ παγκοσμίως ευθύνεται για πάνω από 500.000 θανάτους ετησίως.  Οι εγκυμονούσες με γρίπη εμφανίζουν 5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσηλευτούν και 6,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εισαχθούν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας σε σχέση με τις μη εγκυμονούσες.

Ο ιός της γρίπης μεταδίδεται από άτομο σε άτομο είτε με σταγονίδια σιέλου (βήχας, φτάρνισμα κτλ) είτε μέσω επαφής με μια μολυσμένη επιφάνεια (χειραψία κτλ), ενώ συχνά μπορεί να υφίσταται μεταλλάξεις. Αρχικά, ο ιός μολύνει το αναπνευστικό σύστημα και στη συνέχεια μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση  συμπτωματολογίας που μπορεί να ποικίλει από μικρού βαθμού άτυπα συμπτώματα (αδυναμία, κόπωση, πυρετός, πόνος στις αρθρώσεις και τους μύες) έως και σοβαρού βαθμού συμπτώματα όπως βρογχίτιδα, πνευμονία, εγκεφαλίτιδα ή ακόμη και θάνατο.

Η νόσηση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εμφανίζει ταυτόχρονα αυξημένο κίνδυνο για το έμβρυο, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρο τοκετό, ενδομήτριο θάνατο, χαμηλό βάρος γέννησης ή ακόμα και να ευθύνεται για συγγενείς ανωμαλίες του κυήματος όπως σε ορισμένες  περιπτώσεις έκθεσης στη γρίπη κατά το 1ο  τρίμηνο της κύησης.

Η πιο αποτελεσματική προφύλαξη ενάντια στη γρίπη παρέχεται με τον εμβολιασμό. Η χορήγηση του εμβολίου της γρίπης έχει αποδειχθεί ασφαλής τόσο σε κάθε στάδιο της εγκυμοσύνης όσο και στο διάστημα του θηλασμού. Όπως κάθε χρόνο και επειδή ο ιός της γρίπης μεταλλάσσεται σε διαφορετικούς υπο-ορότυπους έτσι και για την περίοδο 2017-2018, η σύνθεση του αντιγριπικού εμβολίου περιέχει τα εγκεκριμένα στελέχη του ιού, σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Το εμβόλιο δεν περιέχει ζωντανούς ιούς και  γι’ αυτό δεν μπορεί να προκαλέσει γρίπη, ενώ μπορεί να εμφανιστεί μία μικρή άνοδος της θερμοκρασίας και μυαλγία ή πόνος στο σημείο της ένεσης Το εμβόλιο παρέχει προστασία, δυο εβδομάδες μετά από την χορήγηση του και έχει δράση για 12 μήνες. Επίσης το εμβόλιο της γρίπης παρέχει προστασία και στο νεογνό για τους πρώτους 4- 6 μήνες της ζωής του μέσω των μητρικών αντισωμάτων.

Το εμβόλιο της γρίπης είναι συνήθως διαθέσιμο από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Ιανουάριο ή  Φεβρουάριο κάθε έτους και παρέχεται  δωρεάν για τις έγκυες γυναίκες.

 

Εμβόλιο διφθερίτιδας, τέτανου και κοκίτη (Tdap)

Το τριπλό αυτό εμβόλιο προστατεύει από τη διφθερίτιδα, τον τέτανο και  τον κοκκύτη. Ο εμβολιασμός προστατεύει έναντι αυτών των λοιμώξεων τόσο τη μητέρα όσο και το νεογνό.

Το τοξινογόνο κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας προκαλεί νόσο της ανώτερης αναπνευστικής οδού που χαρακτηρίζεται από πονόλαιμο, χαμηλό πυρετό και προσκολλημένη μεμβράνη που καλύπτει τις αμυγδαλές, το φάρυγγα ή/και τη μύτη. Μπορεί να δυσκολεύσει στην κατάποση ή στην αναπνοή, προκαλώντας ακόμη και ασφυξία.

Ο τέτανος προκαλείται από το κλωστηρίδιο του τετάνου, μια εξωτοξίνη που αναπτύσσεται αναερόβια στην περιοχή ενός τραύματος. Υπάρχουν τρείς μορφές της ασθένειας. Ο εντοπισμένος τέτανος, ο γενικευμένος τέτανος και ο νεογνικός τέτανος ο οποίος μπορεί να εμφανιστεί σε νεογνά που γεννιούνται από μη εμβολιασμένες  μητέρες σε άσχημες συνθήκες υγιεινής. Στο νεογνικό τέτανο, λίγες μέρες μετά τη γέννηση το νεογνό εμφανίζει  γενικευμένη αδυναμία, έντονη ανησυχία, άπνοια και δυσκολία στο θηλασμό. Κατόπιν εμφανίζονται τετανικοί σπασμοί και οπισθότονος. Η μορφή αυτή της νόσου έχει πολύ υψηλή θνητότητα και προκαλεί νευρολογικές βλάβες.

Ο κοκκύτης προκαλείται από τον αιμόφιλο του κοκκύτη (Bordetella pertussis) και αποτελεί οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος. Η νόσος μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές, κυρίως στο αναπνευστικό και στο κεντρικό νευρικό σύστημα, συχνότερα σε βρέφη και εξασθενημένα παιδιά. Η συχνότερη επιπλοκή είναι η δευτεροπαθής πνευμονία η οποία αποτελεί και τη συχνότερη αιτία θανάτου. Η κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια είναι βαρύτατη επιπλοκή, προσβάλλει κυρίως βρέφη και κλινικά εμφανίζεται με σπασμούς, αταξία, εστιακά νευρολογικά συμπτώματα και κώμα. Άλλες λιγότερο σοβαρές επιπλοκές του κοκκύτη περιλαμβάνουν μέση ωτίτιδα, ανορεξία και αφυδάτωση. Υπάρχουν δύο ειδών εμβόλια, το ολοκυτταρικό (DTP) και το ακυτταρικό (DTaP). Το δεύτερο περιέχει τμήματα κι όχι ολόκληρο τον μικροοργανισμό του κοκκύτη, λιγοστεύοντας τη πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκών (πυρετός, προσβολή του εγκεφάλου).

Η Συμβουλευτική Επιτροπή Εμβολιασμών (ACIP) του CDC προτείνει τον εμβολιασμό με το τριδύναμο εμβόλιο (DTaP/Tdap) κοκκύτη, διφθερίτιδας και τετάνου όλων των εγκύων σε κάθε εγκυμοσύνη κατά προτίμηση από την 27η  έως τη 28η εβδομάδα της κύησης και χορηγείται ενδομυϊκά. Η σύσταση για εμβολιασμό της εγκύου αφορά κάθε εγκυμοσύνη και γίνεται ανεξάρτητα από το ιστορικό νόσησης της μητέρας από κοκκύτη πριν από την εγκυμοσύνη, καθώς ούτε το εμβόλιο αλλά ούτε και η φυσική νόσηση εξασφαλίζουν μόνιμη ανοσία. Το εμβόλιο κατά του κοκκύτη χορηγείται συστηματικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ από το 2012, έχοντας οδηγήσει σε σημαντικά μειωμένο αριθμό νοσηλειών και εργαστηριακά επιβεβαιωμένων κρουσμάτων κοκκύτη σε βρέφη μικρότερα των 3 μηνών χωρίς να έχουν καταγραφεί προβλήματα σε εγκύους.

 

Ποια εμβόλια θα πρέπει καλύτερα να αποφεύγονται στην εγκυμοσύνη;

Συστήνεται η αποφυγή χορήγησης εμβολίων που παρασκευάζονται από ζωντανούς ιούς όπως είναι το εμβόλιο της ανεμοβλογιάς, της ιλαράς, της παρωτίτιδας και της ερυθράς (MMR). Ιδανικά, για τα νοσήματα αυτά, ο εμβολιασμός των γυναικών θα πρέπει να γίνεται πριν ή μετά την εγκυμοσύνη.

Για το εμβόλιο MMR, εκτελείται έλεγχος IgG αντισωμάτων έναντι της ερυθράς και εάν είναι αρνητικά γίνεται ο εμβολιασμός της γυναίκας 28 ημέρες τουλάχιστον πριν τη σύλληψη. Εάν τα η IgG αντισώματα για ερυθρά είναι θετικά, τότε δεν απαιτείται εμβολιασμός και δεν απαιτείται έλεγχος σε επόμενη εγκυμοσύνη.

Για τα εμβόλιο της ανεμοβλογιάς, συνιστάται η μεσολάβηση τριών τουλάχιστον μηνών μεταξύ του εμβολιασμού και της σύλληψης. Εμβολιασμός  με το εμβόλιο της ανεμοβλογιάς δεν απαιτείται στις επιβεβαιωμένες από ιατρό περιπτώσεις νόσησης από ανεμοβλογιά ή από έρπη ζωστήρα καθώς και στις περιπτώσεις ύπαρξης προστατευτικών αντισωμάτων.

Στις περιπτώσεις κατά λάθους χορήγησης του εμβολίου MMR ή της ανεμοβλογιάς σε έγκυο δεν συστήνεται διακοπή της κύησης.

 

Ειδικές περιπτώσεις εμβολίων

Τα εμβόλια του πνευμονόκοκκου και του μηνιγγιτιδόκοκκου μπορούν να χορηγηθούν κατά τη διάρκεια της κύησης στις περιπτώσεις αυξημένου κινδύνου για την εκδήλωση  σοβαρής ή επιπλεγμένης νόσου. Το εμβόλιο του μηνιγγιτιδόκοκκου μπορεί επιπλέον να χορηγηθεί στις περιπτώσεις  σημαντικού κινδύνου νόσησης της εγκύου όπως σε περιόδους επιδημιών ή ταξιδιού σε ενδημικές περιοχές.

Το εμβόλιο της πολιομυελίτιδας θα μπορούσε να χορηγηθεί στις περιπτώσεις ταξιδιού σε ορισμένες περιοχές όπου η νόσος δεν έχει εξαλειφθεί ακόμα  όπως το Αφγανιστάν, η Ινδία, το Πακιστάν, η Νιγηρία κτλ. Περιλαμβάνει μια δόση του εμβολίου της πολιομυελίτιδας που περιέχει αδρανοποιημένους ιούς (IPV).

Τα εμβόλια της ηπατίτιδας Α και Β μπορούν να χορηγηθούν σε έγκυο στις περιπτώσεις άμεσου κινδύνου προσβολής από τη νόσο. Αν και δεν υπάρχουν επαρκή  δεδομένα για την ασφάλεια των εμβολίων αυτών για το έμβρυο, εντούτοις δεν αναμένεται κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια εφόσον τα προϊόντα που περιέχουν είναι αδρανοποιημένα.

Το εμβόλιο έναντι του αιμόφιλου της ινφλουέντσας (Hib) συστήνεται  στις έγκυες που έχουν υποβληθεί σε σπληνεκτομή.

Το εμβόλιο έναντι του ιού των ανθρώπινων κονδυλωμάτων δεν συστήνεται να γίνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στις περιπτώσεις μη ολοκληρωμένου σχήματος εμβολιασμού πριν την εγκυμοσύνη, η επόμενη ή επόμενες δόσεις θα πρέπει να πραγματοποιούνται μετά τον τοκετό.  Το εμβόλιο έναντι της φυματίωσης (BCG) δεν συστήνεται να γίνεται κατά τη διάρκεια της κύησης.

error: