Χαλάρωση Πυελικού Εδάφους

Η χαλάρωση του πυελικού εδάφους με την επακόλουθη πρόπτωση ενός ή περισσότερων πυελικών οργάνων αποτελεί ένα από τα συνηθέστερα γυναικολογικά προβλήματα, ενώ υπολογίζεται ότι περίπου το  10% των γυναικών θα υποβληθεί σε κάποια μορφή χειρουργικής αποκατάστασης της πρόπτωσης των πυελικών οργάνων. Ως  πρόπτωση των πυελικών οργάνων ορίζεται η μετατόπισή τους  προς τα κάτω, εντός ή  έξωθεν του κόλπου.

Αίτια χαλάρωσης & πρόπτωσης

Διάφοροι παράγοντες προδιαθέτουν στην χαλάρωση των πυελικών μυών, συνδέσμων και της ενδοπυελικής περιτονίας  που στηρίζουν τα πυελικά όργανα, οδηγώντας στη σταδιακή εμφάνιση της πρόπτωσης. Στους παράγοντες αυτούς, περιλαμβάνονται:

  • Η πολυτοκία
  • Η χρόνια αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης (χρόνια δυσκοιλιότητα, χρόνιος βήχας, αποφρακτική πνευμονοπάθεια, βαριά χειρωνακτική εργασία)
  • Διαταραχές της σύνθεσης του κολλαγόνου
  • Η προχωρημένη ηλικία

Οι ίδιοι παράγοντες προδιαθέτουν ταυτόχρονα και για την εμφάνιση της ακράτειας ούρων με αποτέλεσμα οι δύο αυτές καταστάσεις συχνά να συνυπάρχουν.

Είδη χαλάρωσης και βαθμοί πρόπτωσης

  • Πρόπτωση μήτρας

Χαρακτηρίζεται από την κάθοδο του τραχήλου και του σώματος της μήτρας εντός του κόλπου ή έξωθεν αυτού. Συνηθισμένα συμπτώματα είναι η αίσθηση βάρους και το πυελικό άλγος, ιδιαίτερα μετά από παρατεταμένη ορθοστασία, άρση βάρους ή κατόπιν αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης. Η συμπτωματολογία συνήθως εμφανίζει ύφεση κατά τις πρωινές ώρες και επιδείνωση κατά τις βραδινές.

Ο όρος πρόπτωση κολπικού κολοβώματος αναφέρεται στην κάθοδο του ανώτερου τμήματος του κόλπου μετά από υστερεκτομή.

  • Κυστεοκήλη

Αφορά την κάθοδο του πρόσθιου κολπικού τοιχώματος και της υποκείμενης ουροδόχου κύστης και μπορεί να συνδυάζεται με ακράτεια ούρων ​από προσπάθεια. Συνηθισμένα συμπτώματα είναι τα δυσουρικά ενοχλήματα, η δυσκολία στην ούρηση, το αίσθημα ξένου σώματος στον κόλπο και το  αίσθημα πίεσης.

  • Ουρηθροκήλη

Αφορά την κάθοδο της ουρήθρας μέσα στον κόλπο και εμφανίζεται συνήθως σε συνδυασμό με κυστεοκήλη. Και οι δύο καταστάσεις έχουν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την ακούσια απώλεια ούρων, ιδίως σε περιπτώσεις αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης (βήχας, γέλιο, απότομες κινήσεις κ.α.).

  • Ορθοκήλη

Αφορά την κάθοδο του οπίσθιου κολπικού τοιχώματος και του ορθού. Συνηθισμένα συμπτώματα είναι η αίσθηση ανεπαρκούς εκκένωσης του εντέρου  και η δυσκοιλιότητα.

  • Εντεροκήλη (Δουγλασσειοκήλη)

Αφορά την κάθοδο του οπίσθιου κολπικού τοιχώματος και του περιτοναίου του Δουγλάσσειου, δημιουργώντας ένα κηλικό σάκο εντός του κόλπου που συνήθως στερείται εντερικών ελίκων και επιπλόου.

  • Χαλάρωση περινέου

Αφορά την κάθοδο του περινέου σε περιπτώσεις αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης λόγω απώλειας της ακεραιότητάς του και απόσπασής του από το ορθοκολπικό διάφραγμα με αποτέλεσμα την εμφάνιση χαμηλής ορθοκήλης.

   Οι ανωτέρω μορφές χαλάρωσης μπορεί να υπάρχουν μεμονωμένες αλλά και σε διάφορους συνδυασμούς μεταξύ τους.

   Διακρίνονται οι εξής βαθμοί χαλάρωσης :

  • 1ου βαθμού, όταν το κατώτερο μέρος της χαλάρωσης κατέρχεται έως τη μεσότητα του κόλπου
  • 2ου βαθμού, όταν αυτό κατέρχεται έως την είσοδο του κόλπου
  • 3ου βαθμού, όταν αυτό εξέρχεται εκτός του κόλπου

Διάγνωση

Η διάγνωση τίθεται εύκολα κατά την γυναικολογική εξέταση όπου διαπιστώνεται το είδος και ο βαθμός της πρόπτωσης. Στις περιπτώσεις συμπτωματολογίας από το ουροποιητικό σύστημα κρίνεται απαραίτητος ο ουροδυναμικός έλεγχος για την διερεύνηση της ύπαρξης λανθάνουσας ανεπάρκειας του σφιγκτηριακού μηχανισμού της ουρήθρας, η οποία μπορεί να γίνει συμπτωματική μετά από τη χειρουργική αποκατάσταση της κολπικής χαλάρωσης.

Αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση είναι ανάλογη του είδους και του βαθμού της πρόπτωσης, της ηλικίας της ασθενούς, της συμπτωματολογίας αλλά και της ίδιας της επιθυμίας της ασθενούς.

Στις προπτώσεις 1ου βαθμού χωρίς συμπτώματα, συνήθως δεν απαιτείται κάποια συγκεκριμένη  αντιμετώπιση παρά μόνο η υιοθέτηση προληπτικών μέτρων  όπως η αποφυγή βαριάς χειρωνακτικής εργασίας και οι ασκήσεις των πυελικών μυών στα πλαίσια ενδυνάμωσής τους.

Η πρόπτωση μήτρας 2ου και 3ου βαθμού αντιμετωπίζεται κυρίως χειρουργικά. Η πλέον συνηθισμένη χειρουργική επέμβαση είναι η κολπική υστερεκτομή, στις περιπτώσεις μη επιθυμίας διατήρησης της μήτρας, και μπορεί να συνδυαστεί ταυτόχρονα με προσθιοπισθία κολπορραφία αναλόγως της υποκείμενης χαλάρωσης.

Η  κυστεοκήλη και η ορθοκήλη  μεγάλου βαθμού αντιμετωπίζονται με τις τεχνικές της πρόσθιας και οπίσθιας κολπορραφίας, αντίστοιχα, με τοποθέτηση ή όχι πλέγματος ή ταινίας ελεύθερης τάσης αν συνυπάρχει ακράτεια ούρων. Η χαλάρωση μπορεί να αφορά τη κάθε μια ξεχωριστά ή και τις δύο ή σε συνδυασμό με πρόπτωση της μήτρας.

Η πρόπτωση του κολπικού κολοβώματος μετά από υστερεκτομή  συναντάται στο 0,5% των ασθενών. Η αντιμετώπιση είναι χειρουργική και μπορεί να γίνει με λαπαροσκόπηση ή λαπαροτομία,  με ή χωρίς τοποθέτηση πλέγματος.

Σε περιπτώσεις ασθενών όπου δεν επιθυμείται η χειρουργική αποκατάσταση ή συνυπάρχουν σοβαροί λόγοι υγείας οι οποίοι δεν επιτρέπουν τη διενέργειά της, ενδείκνυται η τοποθέτηση κολπικών πεσσών. Η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται άμεσα από το είδος και τον βαθμό της πρόπτωσης. Δύναται να συμβάλλουν σε μια σχετική βελτίωση της συμπτωματολογίας, αναλόγως της πρόπτωσης,  χωρίς όμως την οριστική επίλυση της υποκείμενης χαλάρωσης.