ΠΡΟΛΑΚΤΙΝΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΠΡΟΛΑΚΤΙΝΑΙΜΙΑ

Η προλακτίνη (PRL) είναι μια πεπτιδική ορμόνη η οποία ανευρίσκεται στον ορό σε 3 κυρίως μορφές, οι οποίες εμφανίζουν σημαντική ετερογένεια μεταξύ τους. Έτσι, οι βιοδοκιμασίες και οι ανοσοδοκιμασίες μπορεί να δώσουν διαφορετικά αποτελέσματα λόγω της διαφορετικής γλυκοζυλίωσης, φωσφορυλίωσης, σούλφωσης και αποικοδόμησής τους. Η μη γλυκοζυλιωμένη μορφή της προλακτίνης είναι η κυρίαρχη μορφή της που εκκρίνεται από την υπόφυση.

Υπάρχουν κυρίως τρεις διαφορετικές μορφές προλακτίνης σε σχέση με το μέγεθος της:

  • Η μικρή προλακτίνη που είναι η κυρίαρχη μορφή και έχει μοριακό βάρος περίπου 22 kDa. Είναι ένα πολυπεπτίδιο απλής αλύσου 198 αμινοξέων και αποτελεί το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης ορισμένων αμινοξέων.
  • Η μεγάλη προλακτίνη που έχει μοριακό βάρος περίπου 48 kDa. Μπορεί να είναι προϊόν αλληλεπίδρασης διαφόρων μορίων προλακτίνης. Φαίνεται πως έχει μικρή βιολογική δραστικότητα.
  • Η πολύ μεγάλη προλακτίνη που έχει μοριακό βάρος 150 kDa και φαίνεται πως έχει πολύ μικρή βιολογική δραστικότητα.

Η έκκριση της PRL επιτελείται κυρίως από τα λακτοτρόπα κύτταρα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης.   Η έκκρισή της από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης γίνεται κατά ώσεις, ελέγχεται από τον υποθάλαμο και επηρεάζεται κυρίως από τον ανασταλτικό υποθαλαμικό παράγοντα  PIF (prolactin inhibitor factor) αλλά και από διεγερτικούς παράγοντες όπως η TRH, το VIP, η σεροτονίνη, τα ενδογενή οπιοειδή, η ισταμίνη κ.ά. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι σε αντίθεση με τις άλλες ορμόνες, η έκκρισή της βρίσκεται σε καταστολή. Λοιπές θέσεις έκκρισης αποτελούν ο φθαρτός υμένας, το μυομήτριο, ο μαστός, τα λεμφοκύτταρα και ο προστάτης. Στα κύτταρα του φθαρτού υμένα και στα λεμφοκύτταρα η έκφραση της προλακτίνης διεγείρεται από την cAMP. Έχει παρατηρηθεί ότι η προγεστερόνη ρυθμίζει την αυξημένη σύνθεση της προλακτίνης στο ενδομήτριο, αλλά τη μειώνει στο μυομήτριο και στον αδενικό ιστό του μαστού.

Η προλακτίνη δρα με ενδοκρινή, αυτοκρινή και παρακρινή τρόπο μέσω του υποδοχέα προλακτίνης και ενός μεγάλου αριθμού υποδοχέων κυτοκίνης εμφανίζοντας πάνω από 300 γνωστές επιδράσεις.

Διεγείρει τους μαστικούς αδένες για την παραγωγή γάλακτος (γαλουχία). Πιο συγκεκριμένα αυξημένες συγκεντρώσεις της προλακτίνης στον ορό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης προκαλούν διεύρυνση των μαστικών αδένων των μαστών και προετοιμασία τους για την παραγωγή γάλακτος. Η παραγωγή του γάλακτος ξεκινά μετά τη πτώση των επιπέδων της  προγεστερόνης στο τέλος της εγκυμοσύνης και τον ερεθισμό της θηλής κατά τον θηλασμό. Μερικές φορές τα νεογέννητα μωρά (κορίτσια και αγόρια) εκκρίνουν μια γαλακτώδης ουσία από τις θηλές τους, γεγονός που προκαλείται από τη μητρική προλακτίνη.

Η προλακτίνη προκαλεί τη σεξουαλική ικανοποίηση μετά τη σεξουαλική πράξη και εξουδετερώνει την επίδραση της ντοπαμίνης, η οποία είναι υπεύθυνη για τη σεξουαλική διέγερση. Η συγκέντρωσή της προλακτίνης μπορεί να είναι ένας δείκτης της σεξουαλικής ικανοποίησης και χαλάρωσης. Τα ασυνήθιστα υψηλά ποσά μπορεί να είναι υπεύθυνα για την ανικανότητα και την απώλεια της libido σε γυναίκες και άνδρες. Εξαιρετικά υψηλά επίπεδα προλακτίνης μειώνουν τα επίπεδα των ορμονών του  φύλου (οιστρογόνα στις γυναίκες και τεστοστερόνη στους άνδρες).

Στους άνδρες, τα φυσιολογικά επίπεδα της προλακτίνης οδηγούν στην ενδυνάμωση των υποδοχέων της ωχρινοτρόπου ορμόνης, με αποτέλεσμα την έκκριση τεστοστερόνης, η οποία οδηγεί σε σπερματογένεση.

Η προλακτίνη διεγείρει επίσης τον πολλαπλασιασμό των πρόδρομων ολιγοδενδροκυττάρων. Αυτά τα κύτταρα διαφοροποιούνται σε ολιγοδενδροκύτταρα, τα οποία είναι υπεύθυνα για το σχηματισμό των επιστρώσεων της μυελίνης στους νευράξονες του κεντρικού νευρικού συστήματος.

Η προλακτίνη έχει επίσης μια σειρά και από άλλες επιδράσεις όπως η συμβολή της στην επιφανειοδραστική σύνθεση των εμβρυικών πνευμόνων στο τέλος της κύησης καθώς και στην ανοσολογική ανοχή του εμβρύου από το μητρικό οργανισμό κατά την εγκυμοσύνη.

Τι σημαίνει υπερπραλακτιναιμία και ποια είναι τα αίτια της?

Ως υπερπρολακτιναιμία ορίζεται η αύξηση των επιπέδων της προλακτίνης στο αίμα. Οι φυσιολογικές της τιμές κυμαίνονται σε  <25 ng/ml στις γυναίκες και λίγο χαμηλότερα στους άντρες (< 20 ng/ml).

Αυξημένα επίπεδα προλακτίνης μπορούν να παρατηρηθούν τόσο σε φυσιολογικές όσο και σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις ή ακόμη και μετά από λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων. Σε ορισμένες περιπτώσεις ωστόσο, δύναται να εκδηλώνεται  υπερπρολακτιναιμία (με επίπεδα <100 ng/ml) χωρίς την ανάδειξη συγκεκριμένης αιτίας. Οι περιπτώσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως ιδιοπαθής. Κάποιες μελέτες από το Τμήμα διατροφικών ιχνοστοιχείων του Πανεπιστημίου του Oregon δείχνουν μία συσχέτιση μεταξύ της ανεπάρκειας της βιταμίνης Β6 και της αύξησης των επιπέδων της προλακτίνης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συνιστάται η αύξηση της λήψης βιταμίνης Β6 είτε με συμπληρώματα διατροφής είτε με τροφές πλούσιες σε αυτήν (πατάτες, σολωμός, μπανάνες, σπανάκι, κοτόπουλο).

 

Φυσιολογικές καταστάσεις που σχετίζονται με αυξημένα επίπεδα

Η έκκρισή της προλακτίνης διεγείρεται από τα οιστρογόνα, οπότε η αύξηση των επιπέδων της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού θεωρείται φυσιολογική (λόγω υπερπλασίας των λακτοτρόπων κυττάρων της υπόφυσης). Έτσι η ανεύρεση επιπέδων έως και 600 ng/ml στο τέλος της κύησης εκλαμβάνεται ως φυσιολογικό εύρημα. Ωστόσο την ίδια στιγμή, τα οιστρογόνα καθώς και η προγεστερόνη αναστέλλουν τα διεγερτικά αποτελέσματα της προλακτίνης επί της παραγωγής του γάλακτος.

Μετά τον τοκετό τα επίπεδα της PRL πέφτουν. Στη συνέχεια, το πιπίλισμα της θηλής από το μωρό προάγει περαιτέρω την απελευθέρωση της προλακτίνης. Το πιπίλισμα ενεργοποιεί μηχανοϋποδοχείς μέσα και γύρω από τη θηλή. Αυτά τα σήματα μεταφέρονται από τις νευρικές ίνες μέσω του νωτιαίου μυελού στον υποθάλαμο, όπου προκαλούν την αυξημένη έκκριση προλακτίνης. Το ερέθισμα του θηλασμού προκαλεί επίσης την απελευθέρωση της ωκυτοκίνης από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης, η οποία ενεργοποιεί τη διαδικασία που προκαλεί το «κατέβασμα» του γάλακτος. Πιο συγκεκριμένα η προλακτίνη ελέγχει την παραγωγή του γάλακτος (γαλακτογένεση), αλλά όχι το αντανακλαστικό της απέκκρισης του γάλακτος (η αύξηση της προλακτίνης γεμίζει μόνο το στήθος με γάλα). Σε συνήθεις συνθήκες η γαλουχία θα σταματήσει σε μία ή δύο εβδομάδες από το τέλος του απαιτούμενου θηλασμού.

Επίσης φυσιολογική είναι η αύξησή της και στον ύπνο, στην έντονη άσκηση, σε καταστάσεις με έντονο στρες (ψυχολογικό ή σωματικό), κατά την ψηλάφηση των μαστών και τη διέγερση της θηλής. Τα επίπεδα της προλακτίνης φτάνουν στο ζενίθ κατά τη διάρκεια του ύπνου REM (ύπνος γρήγορων κινήσεων των ματιών) και νωρίς το πρωί. Τα επίπεδα μπορεί να αυξηθούν επίσης μετά από γεύματα, τη σεξουαλική επαφή, μετά από μικρές χειρουργικές επεμβάσεις ή μετά από επιληπτικές κρίσεις.   Οι τιμές της προλακτίνης σε αυτές τις καταστάσεις σπανίως ξεπερνούν τα 40 ng/ml. Ο ερεθισμός του θωρακικού τοιχώματος ακόμα και από ένα σφιχτό στηθόδεσμο θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει στην αύξηση των επιπέδων της ορμόνης.

Παθολογικά αίτια

Στα παθολογικά αίτια αύξησης της προλακτίνης συγκαταλέγονται μια ευρεία γκάμα παθολογιών με κυριότερο εκπρόσωπο τα λακτοτρόπα αδενώματα της υπόφυσης. Άλλοι όγκοι της υπόφυσης όπως το κρανιοφαρυγγίωμα ή μεταστατικοί όγκοι μπορούν επίσης να εμφανίσουν συνοδό υπερπρολακτιναιμία. Λοιπές παθολογικές καταστάσεις συμπεριλαμβάνουν τον υποθυρεοειδισμό, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, τη νεφρική ανεπάρκεια, τον έρπη ζωστήρα, τη λήψη ακτινοβολίας, όγκους, τραύματα και μεταστάσεις του υποθαλάμου.

Φάρμακα

Αύξηση των επιπέδων της προλακτίνης μπορεί να παρατηρηθεί οφείλεται κατά τη λήψη φαρμάκων της κατηγορίας των ντοπαμινικών ανταγωνιστών, όπως ψυχοτρόπα, ηρεμιστικά και αντιυπερτασικά. Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, φαινοθειαζίνες, βουτυροφαινόνες, βεραπαμίλη, μεθυλντόπα, κοκαίνη, οπιοειδή είναι ουσίες που ενδεχομένως θα οδηγήσουν σε υπερπρολακτιναιμία.

Ποια είναι τα συμπτώματα της υπερπρολακτιναιμίας;

Τα αυξημένα επίπεδα προλακτίνης τείνουν να καταστείλουν τον κύκλο ωορρηξίας, καθώς αναστέλλοντας την έκκριση της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) και της ορμόνης απελευθέρωσης της γοναδοτροπίνης (GnRH), οδηγούν σε διαταραχή των επιπέδων των οιστρογόνων και της προγεστερόνης, με απώτερο αποτέλεσμα την εμφάνιση διαταραχών του κύκλου στην γυναίκα, οι οποίες  μπορούν να φτάσουν έως την αμηνόρροια (δευτεροπαθής αμηνόρροια), την διακοπή δηλαδή της περιόδου. Ένα άλλο πιθανό σύμπτωμα είναι η γαλακτόρροια (εμφάνιση ροής γάλακτος από το στήθος). Το 90% περίπου των γυναικών που εμφανίζουν γαλακτόρροια πάσχουν από υπερπρολακτιναιμία. Η υπερπρολακτιναμία όμως δεν προκαλεί πάντα γαλακτόρροια. Έτσι, μία γυναίκα που εμφανίζει κάποιες διαταραχές (μεγάλες ή μικρές) του κύκλου της υποβάλλεται σε ορμονικό έλεγχο μεταξύ άλλων και της προλακτίνης.

Τα υψηλά επίπεδα προλακτίνης μπορεί επίσης να εμπλέκονται με θέματα ψυχικής υγείας.

Στους άνδρες, η υπερπρολακτιναιμία μπορεί να προκαλέσει γαλακτόρροια, ανικανότητα (διαταραχή στυτικής λειτουργίας), μειωμένη επιθυμία για σεξουαλική επαφή, υπογονιμότητα και καθυστερημένη εφηβεία λόγω των χαμηλών επιπέδων τεστοστερόνης που προκαλεί.

 

Προλακτινώματα

Ένα από τα πιο συχνά αίτια υπερπρολακτιναιμίας είναι τα προλακτινώματα.  Πρόκειται για λακτοτρόπα αδενώματα της υπόφυσης συνήθως σποραδικά, καλοήθη, μικρού μεγέθους και τα οποία εμφανίζονται συχνότερα σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας μεταξύ 20 και 50 ετών.  Μετά την ηλικία των 50, εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα τόσο σε γυναίκες όσο σε άνδρες. Σπανιότερα είναι κακοήθη, οικογενή ή ανευρίσκονται στα πλαίσια του ΜΕΝ 1 (σύνδρομο πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 1).

Η υπερπρολακτιναιμία από αδενώματα της υπόφυσης χαρακτηρίζεται από την αναλογικότητα των επιπέδων της προλακτίνης σε σχέση με το μέγεθος του αδενώματος. Επίπεδα πάνω από 250 μg/l συνεπάγονται ότι σχεδόν πάντα υπάρχει προλακτίνωμα, αν και κάποια φάρμακα ανεβάζουν την προλακτίνη μερικές φορές μέχρι και 250 μg/l.

(Συνήθης αναλογία διαστάσεων αδενώματος και τιμών προλακτίνης)

Τα συμπτώματα διακρίνονται σε αυτά που οφείλονται στην αύξηση της προλακτίνης λόγω της υπερπαραγωγής της από το αδένωμα και σε εκείνα που εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της αύξησης της μάζας του αδενώματος.

  • Στα μεν πρώτα, ανήκουν οι διαταραχές του εμμηνορυσιακού κύκλου και της ωορρηξίας (αραιομηνόρροια, ολιγομηνόρροια, αμηνόρροια, ανωορρηξία, ανεπάρκεια ωχρινικής φάσης), η γαλακτόρροια, μειωμένη libido αλλά και υπογονιμότητα. Η γαλακτόρροια εμφανίζεται με έκκριση γαλακτώδους ή υδαρούς υγρού από τους μαστούς και εμφανίζεται στο 1/3 των γυναικών με υψηλά επίπεδα προλακτίνης.
  • Τα πιεστικά φαινόμενα που οφείλονται στην αύξηση της μάζας του αδενώματος μπορούν να εκδηλωθούν με διαταραχές της όρασης, κεφαλαλγίες και διάφορα νευρολογικά συμπτώματα από τη πίεση κρανιακών νεύρων.

Σπάνια είναι τα  κακοήθη προλακτινώματα που δίνουν μεταστάσεις εντός ή εκτός του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, καθώς και τα  διηθητικά προλακτινώματα που μπορεί μεν να είναι καλοήθη, αλλά υποτροπιάζουν συχνά και είναι ανθεκτικά στη συνήθη φαρμακευτική αγωγή.

Η διάγνωση των προλακτινωμάτων γίνεται αφενός από τις κλινικές εκδηλώσεις που προκαλούν και αφετέρου επιβεβαιώνεται με ορμονικό έλεγχο και  Μαγνητική Τομογραφία της υπόφυσης.

Τα προλακτινώματα αποτελούν τα μοναδικά αδενώματα της υπόφυσης που αντιμετωπίζονται με φαρμακευτική αγωγή και όχι χειρουργικά, με εξαίρεση συγκεκριμένων περιπτώσεων. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται λέγονται αγωνιστές της ντοπαμίνης (βρωμοκρυπτίνη, καμπεργολίνη, κιναγολίδη) και αναστέλλουν τη σύνθεση και την έκκριση της προλακτίνης.  Οι στόχοι της αγωγής είναι η μείωση των επιπέδων της προλακτίνης και η σμίκρυνση του αδενώματος με την επακόλουθη βελτίωση ή εξάλειψη των συμπτωμάτων της υπερπρολακτιναιμίας.

Οι κυριότερες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία,  εμέτους,  ζάλη και ορθοστατική υπόταση και για τον λόγο αυτό είναι προτιμότερο να χορηγούνται μετά από γεύμα και πριν τη νυχτερινή κατάκλιση. Η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα με τις λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες και τη καλύτερη συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία απαντάται με την καμπεργολίνη (Dostinex),  καθώς μπορεί να χορηγηθεί μόνο 1-2 φορές την εβδομάδα και όχι σε καθημερινή βάση όπως η βρωμοκρυπτίνη (Parlodel).   H βρωμοκρυπτίνη,  αντιθέτως,  είναι η θεραπεία εκλογής σε εγκύους με προλακτίνωμα, καθώς δε φαίνεται να προκαλεί επιπλοκές τόσο στην έγκυο όσο και στο έμβρυο.

Μετά την έναρξη της αγωγής συνιστάται περιοδικός έλεγχος με  παρακολούθηση των κλινικών εκδηλώσεων, μέτρηση των τιμών της προλακτίνης ανά τρίμηνο και  επανάληψη της Μαγνητικής Τομογραφίας της υπόφυσης μετά από την πάροδο 1 έτους.    Μετά από 2 συνεχή χρόνια αγωγής και αν το επιτρέπουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, μπορεί να γίνει διακοπή της αγωγής.  Η πιθανότητα υποτροπής της νόσου μετά από διακοπή της αγωγής  ποικίλει από 26 – 69 % και εξαρτάται από τις αρχικές τιμές της προλακτίνης (όταν έγινε η διάγνωση του προλακτινώματος) και  το αρχικό μέγεθος του αδενώματος.

Στις σπάνιες περιπτώσεις όπου η φαρμακευτική θεραπεία δεν αποβαίνει αποτελεσματική στη μείωση των επιπέδων της ορμόνης ή στη μείωση του μεγέθους του αδενώματος ή αν το αδένωμα προκαλεί διαταραχές στην όραση, μπορεί να απαιτηθεί και χειρουργική αφαίρεση μέρους ή ολόκληρου του αδενώματος.

Στις ακόμα σπανιότερες περιπτώσεις του επιθετικού ή κακοήθους προλακτινώματος, τόσο η αρχική φαρμακευτική αγωγή όσο και η χειρουργική προσέγγιση μπορεί να αποβούν μη αποτελεσματικές επιβάλλοντας  τη περαιτέρω αντιμετώπιση με ακτινοθεραπεία.

Η δευτερογενής πρόληψη επιτυγχάνεται με τη πρώιμη διάγνωση των προκαρκινικών βλαβών μέσω του Τεστ Παπανικολάου, του HPV DNA test και ενδεχομένως της κολποσκόπησης. Οι βασικές αρχές τους περιγράφονται αναλυτικά στην ενότητα του προληπτικού ελέγχου και της γυναικολογικής ογκολογίας.

Η έννοια της θεραπείας έγκειται στην αντιμετώπιση των εκάστοτε βλαβών που έχουν προκληθεί και όχι στην θεραπεία – εκρίζωση του ιού. Με άλλα λόγια, η θεραπεία στοχεύει στην αντιμετώπιση των αλλοιώσεων που έχουν προκληθεί από τον ιό, χωρίς αυτό να σημαίνει τη παράλληλη εξουδετέρωση του ιού από το σώμα. Η εκρίζωση του ιού εξαρτάται ουσιαστικά από το αμυντικό σύστημα της ίδιας της γυναίκας.

Αυξημένη προλακτίνη λόγω υποθυρεοειδισμού

Στην περίπτωση υπολειτουργίας του θυροειδούς αδένα, η έναρξη της κατάλληλης θεραπείας θα οδηγήσει στην αποκατάσταση των επιπέδων της προλακτίνης. Οι γυναίκες αυτές παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα θυροξίνης και υψηλά επίπεδα TSH και προλακτίνης. Για τον λόγο αυτό, σε όλες τις περιπτώσεις υπερπρολακτιναιμίας κρίνεται απαραίτητος ο έλεγχος της θυρεοεδικής λειτουργίας.

Υπερπρολακτιναιμία από φάρμακα

Στις περιπτώσεις λήψης φαρμακευτικής αγωγής που συνδέεται με εμφάνιση αυξημένων επιπέδων προλακτίνης, θα μπορούσε ενδεχομένως να σας ζητηθεί προσωρινή διακοπή της αγωγής για λίγες ημέρες και επανάληψη του ελέγχου της προλακτίνης.

Εάν επιβεβαιωθεί ότι το φάρμακο που παίρνετε ευθύνεται για την αυξημένη προλακτίνη, θα μπορούσε να γίνει τροποποίηση της αγωγής με κάποια αντίστοιχη. Στις περιπτώσεις που δεν είναι εφικτή η αλλαγή της συγκεκριμένης αγωγής και είναι απαραίτητη η συνέχισή της, θα μπορούσε να χορηγηθεί παράλληλη αγωγή για την ελάττωση της υπερπρολακτιναιμίας.

Ιδιοπαθής υπερπρολακτιναιμία

Ως ιδιοπαθής υπερπρολακτιναιμία ορίζεται η κατάσταση εκείνη όπου τα  αυξημένα επίπεδα προλακτίνης δεν οφείλονται σε κάποια συγκεκριμένη και εμφανής αιτία. Στην περίπτωση αυτή, αν η υπερπρολακτιναιμία δεν προκαλεί συμπτώματα όπως διαταραχή της περιόδου, γαλακτόρροια ή υπογονιμότητα  δεν απαιτείται θεραπεία αλλά παρακολούθηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα επίπεδα της προλακτίνης μπορεί να επιστρέψουν στο φυσιολογικό ακόμη και χωρίς θεραπεία.

Προλακτίνωμα και εγκυμοσύνη

Είναι προφανές ότι η αποκατάσταση της περιόδου και της γονιμότητας μετά την έναρξη της αγωγής για την αντιμετώπιση του προλακτινώματος μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη εγκυμοσύνης. Ωστόσο, οι γυναίκες αυτές χρειάζονται ιδιαίτερη αντιμετώπιση και εξατομικευμένη παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.

Βασικές αρχές  παρακολούθησης

  • Όταν επιβεβαιωθεί η κύηση, συνήθως η φαρμακευτική αγωγή διακόπτεται. Παρά ταύτα, δεν σταματάτε τη λήψη της αγωγής έως ότου σας συμβουλέψει σχετικά ο ενδοκρινολόγος σας.
  • Η θεραπεία θα μπορούσε να συνεχιστεί στις περιπτώσεις μεγάλων προλακτινωμάτων ή προλακτινωμάτων που επηρεάζουν την όραση. Γενικά, το φάρμακο που προτιμάται είναι η βρωμοκρυπτίνη.
  • Η φυσιολογική αύξηση των επιπέδων της προλακτίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης καθιστά μη απαραίτητη τη παρακολούθησή τους με αιματολογικό έλεγχο.
  • Προλακτινώματα που δεν είναι μεγάλα ή που δεν επηρεάζουν την όραση, δεν αποτελούν λόγο για τη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας κατά τη διάρκεια της κύησης.