Κολποσκόπηση

Ο ιατρός Τερζάκης Π. είναι πιστοποιημένος στην διαγνωστική κολποσκόπηση από την Ελληνική Εταιρεία Παθολογίας Τραχήλου και Κολποσκόπησης HSCCP και την European Federation for Colposcopy με αριθμό πιστοποιητικού D100586.1618.007 κατόπιν σχετικών εξετάσεων.  Διατελεί επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Κολποσκόπησης του Ιδιωτικού Μαιευτηρίου Πατρών ΙΜΠ.

Η κολποσκόπηση αποτελεί ένα διαγνωστικό εργαλείο, το οποίο στα χέρια ενός γυναικολόγου ειδικού στη διενέργειά της, αποτελεί το σημαντικότερο μέσο για την έγκαιρη διάγνωση και μετέπειτα αντιμετώπιση των προκαρκινικών αλλοιώσεων του τραχήλου, του κόλπου και του αιδοίου. Ο ρόλος  της έγκειται στην αρχική εκτίμηση της σοβαρότητας της επιθηλιακής βλάβης, στον αποκλεισμό του διηθητικού καρκίνου του τραχήλου και στον ανατομικό καθορισμό της περιοχής της μέγιστης βλάβης για τη λήψη στοχευμένης βιοψίας.

Η κολποσκόπηση ως μέθοδος είναι μία απλή και σύντομη διαδικασία (15 με 20 λεπτά) κατά την οποία με την βοήθεια ενός ειδικού μικροσκοπίου υψηλής ευκρίνειας, το οποίο ονομάζεται κολποσκόπιο, ο ειδικός γυναικολόγος παρατηρεί τον τράχηλο, τον κόλπο και το αιδοίο σε μεγάλη μεγέθυνση, ενώ με τη χρήση ειδικών χρωστικών ουσιών, δύναται να διακρίνει με ευκρίνεια πιθανές βλάβες και εάν κριθεί αναγκαίο να προχωρήσει σε λήψη κατευθυνόμενων βιοψιών. Κατά την λήψη των βιοψιών, η γυναίκα μπορεί να νιώσει ένα ελαφρό τσίμπημα, χωρίς όμως ιδιαίτερο πόνο. Τα ληφθέντα δείγματα τοποθετούνται εν συνεχεία σε φορμόλη και αποστέλλονται  για παθολογο-ανατομική εξέταση.  Η εκτίμηση των κολποσκοπικών ευρημάτων αποκομίζει μια ουσιαστική εικόνα για τη σοβαρότητα των βλαβών και η ιστολογική εξέταση των βιοψιών θέτει τη τελική διάγνωση.

Για τις επόμενες 2-3 μέρες μετά την εξέταση, υπάρχει το ενδεχόμενο εμφάνισης μικρής ποσότητας  καφέ-κίτρινων κολπικών υγρών ή μερικών σταγόνων αίματος χωρίς ιδιαίτερη ανησυχία, ενώ για την επόμενη εβδομάδα θα πρέπει να αποφεύγονται οι σεξουαλικές επαφές και η χρήση ταμπόν ή κολπικών σκευασμάτων. Σε περίπτωση έντονης κολπικής αιμορραγίας ή εμφάνισης δύσοσμων κολπικών υγρών, κρίνεται απαραίτητη η άμεση επανεξέταση της ασθενούς.

Ενδείξεις κολποσκόπησης

Σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες, η κολποσκόπηση ενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Μετά από παθολογικό Τεστ Παπανικολάου, όπου ανευρέθηκε υποψία διηθητικού καρκίνου, χαμηλού ή υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή βλάβη (ASCUS, ASC-H, LGSIL, HGSIL, ACG, CGIN).
  • Μετά από δύο συνεχόμενα Τεστ Παπανικολάου (με διαφορά 4-6 μηνών), όπου ανευρέθηκαν άτυπα κύτταρα πλακώδους επιθηλίου (ASCUS).
  • Σε περίπτωση ύποπτου – παθολογικού τραχήλου.
  • Σε γυναίκες με ύποπτα συμπτώματα, όπως αίμα μετά από επαφή ή αίμα στη μέση του κύκλου.
  • Κατά την παρακολούθηση γυναικών που έχουν ήδη υποβληθεί σε θεραπεία για προκαρκινικές τραχηλικές αλλοιώσεις.
  • Σε περιπτώσεις γυναικών με πολλαπλά κονδυλώματα αιδοίου ή πρωκτού (αυξημένη έκθεση στον ιό HPV).

Λήψη βιοψίας

Η κολποσκοπική εικόνα χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακών βλαβών (LGSIL) στις περιπτώσεις κυτταρολογικής (Test Pap) διάγνωσης LGSIL θα μπορούσε ενδεχομένως να μην οδηγήσει σε λήψη βιοψιών, ειδικά  σε νέες γυναίκες κάτω των 21 ετών, καθώς οι περισσότερες περιπτώσεις LGSIL, ειδικά σε αυτές τις ηλικίες, υποχωρούν μέσα στα επόμενα 3 χρόνια από την έναρξη της HPV λοίμωξης. Ο μακρύς λανθάνων χρόνος που απαιτείται για την ανάπτυξη διηθητικού καρκίνου επιτρέπει τη συντηρητική παρακολούθηση εφήβων γυναικών με αλλοιώσεις LGSIL, εκτός και αν προκύψουν αλλοιώσεις HGSIL κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης ή τα ευρήματα LGSIL παραμένουν για πάνω από δύο έτη.

Αντιθέτως, στις περιπτώσεις κολποσκοπικής  εικόνας υψηλού βαθμού βλάβης HGSIL, η λήψη  βιοψιών και μάλιστα πολλαπλών κρίνεται αναγκαία και απαραίτητη για την επιβεβαίωση του βαθμού της βλάβης και τον αποκλεισμό του διηθητικού καρκίνου. Πρωταρχικής σημασίας είναι η αναγνώριση των κολποσκοπικών  χαρακτηριστικών μέγιστης βλάβης της ζώνης μετάπλασης από όπου και θα ληφθεί η βιοψία.

Παρακολούθηση και θεραπεία

Τα αποτελέσματα της παθολογο-ανατομικής εξέτασης ανακοινώνονται συνήθως μία εβδομάδα μετά την λήψη των βιοψιών. Εάν η αλλοίωση είναι χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία (LGSIL – CIN I), τότε δεν χρειάζεται κάποια περαιτέρω θεραπεία παρά μόνο παρακολούθηση ανά 6μηνο με Τεστ Παπανικολάου και επανάληψη της  κολποσκόπησης. Στις περιπτώσεις, όμως, ιστολογικής ανεύρεσης  υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας (HGSIL – CIN II/CIN III), κρίνεται αναγκαία και απαραίτητη η χειρουργική θεραπεία με την αφαίρεση της παθολογικής περιοχής.

Στις χειρουργικές μεθόδους αφαίρεσης ανήκουν οι εξής :

  • Κωνοειδής εκτομή τραχήλου με αγκύλη διαθερμίας (LLETZ – LOOP)
  • Κωνοειδής εκτομή τραχήλου με L.A.S.E.R.
  • Κωνοειδής εκτομή τραχήλου με βελόνα διαθερμίας (NETZ)
  • Kωνοειδής εκτομή τραχήλου με νυστέρι

Οι πιθανές επιπλοκές της κωνοειδούς εκτομής του τραχήλου διακρίνονται σε άμεσες και μακροπρόθεσμες.

Ο ρόλος της πιστοποίησης στη κολποσκόπηση

Η διενέργεια της κολποσκοπικής εξέτασης χωρίς την απαραίτητη εκπαίδευση  κρύβει κυρίως δύο κινδύνους. Ο πρώτος αφορά την αδυναμία εντόπισης μιας υπαρκτής αλλοίωσης και την κατά συνέπεια έκθεση  της γυναίκας σε κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου και  ο δεύτερος αφορά το εντελώς αντίθετο άκρο, την υπερεκτίμηση και διάγνωση,  δηλαδή, νόσου σε εντελώς υγιείς γυναίκες και την μετέπειτα υποβολή τους  σε άσκοπες θεραπείες χωρίς λόγο με επακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις σε μελλοντικές κυήσεις.

Στην Ελλάδα, η εκπαίδευση στην κολποσκόπηση παρέχεται στις περισσότερες περιπτώσεις αποσπασματικά κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης στην ειδικότητα της Μαιευτικής και Γυναικολογίας και κατά συνέπεια είναι συχνά ελλιπής. Στη χώρα μας, η πιστοποίηση στην διαγνωστική κολποσκόπηση παρέχεται από την Ελληνική Εταιρεία Παθολογίας Τραχήλου και Κολποσκόπησης HSCCP κατόπιν συμμετοχής σε εκπαιδευτικά σεμινάρια και επιτυχούς συμμετοχής στις απαραίτητες εξετάσεις.  Η πιστοποίηση στην κολποσκόπηση εξασφαλίζει ότι ο εκτελών ιατρός γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενο της κολποσκόπησης και μπορεί να διαγνώσει και να αντιμετωπίσει με αξιοπιστία το κάθε περιστατικό δυσπλασίας του τραχήλου.