Ινομυώματα

Τα ινομυώματα της μήτρας είναι οι συνηθέστεροι γυναικολογικοί καλοήθεις όγκοι.  Στατιστικά, τα ινομυώματα μπορούν να εμφανιστούν σε 1 στις 4 γυναίκες, με την πιο ευάλωτη ηλικία μεταξύ των 30-45 ετών και είναι συνηθέστερα σε όσες γυναίκες δεν έχουν τεκνοποιήσει. Το ποσοστό εμφάνισης της νόσου είναι μεγαλύτερο στις παχύσαρκες γυναίκες και περίπου διπλάσιο στις έγχρωμες  σε σχέση με τις λευκές. Η ηλικία της γυναίκας αποτελεί σημαντική παράμετρο για τη πιθανότητα εμφάνισης των  ινομυωμάτων με την  επίπτωσή τους να αυξάνεται  με την πάροδο της ηλικίας έως την εμμηνόπαυση, όπου λόγω της ελαττωμένης οιστρογονικής διέγερσής τους, αρχίζει να εμφανίζει σημαντική μείωση.

   Τα ινομυώματα απαρτίζονται από διογκωμένες λείες μυϊκές ίνες και ινώδη συνδετικό ιστό. Αποτελούν μονοκλωνικούς καλοήθεις όγκους με πιθανότητα εξαλλαγής σε κακοήθεια μικρότερη από 0.5% και τείνουν να υποχωρούν στην περίοδο της εμμηνόπαυσης.  Εμφανίζονται  ως στρογγυλές μάζες, ποικίλου μεγέθους, λευκάζουσες ή στο χρώμα του δέρματος και  διαχωρίζονται σαφώς από τον γύρω ιστό της μήτρας.

   Ο αριθμός, το μέγεθος και η θέση των ινομυωμάτων καθορίζουν τη συμπτωματολογία  και την αντιμετώπισή τους. Μπορούν να εμφανιστούν ως μονήρη ή πολλαπλά. Συνήθως εντοπίζονται 1-5 ινομυώματα διαφόρων διαστάσεων σε μία γυναίκα. Σε περίπτωση που πρόκειται για μεγάλου μεγέθους ινομυώματα, πολλές φορές μπορούν να ψηλαφηθούν ακόμη και από την ίδια την ασθενή. Το μέγεθός τους ποικίλει από λίγα χιλιοστά, οπότε και ονομάζονται πυρήνες ινομυωμάτων, έως και αρκετά εκατοστά φτάνοντας, σε ακραίες περιπτώσεις, να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της  κοιλιακής χώρας. Το βάρος τους κυμαίνεται μεταξύ μερικών γραμμαρίων έως και κάποιων κιλών σε  περιπτώσεις  ευμεγέθων ινομυωμάτων.

Κατηγορίες ινομυωμάτων

Η ταξινόμηση των ινομυωμάτων γίνεται με βάση  τη θέση εντοπισμού τους στη μήτρα.
Διακρίνονται  3 κύριες  κατηγορίες:

  • Ενδοτοιχωματικά

Αποτελούν το πιο κοινό είδος. Τα ινομυώματα  αναπτύσσονται στο εσωτερικό του τοιχώματος της μήτρας (μυικός χιτώνας). Η επέκτασή τους μπορεί να γίνει προς τον ορογόνο χιτώνα (εξωτερική επιφάνεια της μήτρας) στην πρόσθια ή στην οπίσθια επιφάνεια ή προς στο πλάγιο τοίχωμα της μήτρας και καθώς μεγαλώνουν αυξάνουν το μέγεθος ολόκληρης της μήτρας. Στις περιπτώσεις υπέρμετρης ανάπτυξή τους μπορούν να προκαλέσουν αίσθημα βάρους, πόνου και πίεσης στην περιοχή της πυέλου και της κατώτερης σπονδυλικής στήλης καθώς και μεγαλύτερη ροή αίματος κατά την έμμηνο ρύση.

  • Υποορογόνια

Αναπτύσσονται κάτω από την εξωτερική επιφάνεια της μήτρας (ορογόνος χιτώνας). Καθώς μεγαλώνουν, μπορούν να πιέσουν γειτονικά όργανα όπως η ουροδόχος κύστη και το έντερο προκαλώντας πόνο, συχνοουρία ή δυσκοιλιότητα. Κατά την ανάπτυξή τους, μπορεί να συνδέονται με τη μήτρα με ένα παχύ ή λεπτό μίσχο (μισχωτά) ή να επεκταθούν προς τα πλάγια στους συνδέσμους της μήτρας (ενδοσυνδεσμικά).

  • Υποβλεννογόνια

Εντοπίζονται στο εσωτερικό της  κοιλότητας της μήτρας, εντός του ενδομητρίου. Είναι σπανιότερα, αλλά δημιουργούν τα περισσότερα προβλήματα  όπως αιμορραγίες, υπογονιμότητα και επιπλοκές στην κύηση.

Αίτια

Οι αιτίες σχηματισμού των ινομυωμάτων δεν είναι πλήρως γνωστές, όμως υπάρχουν κάποιοι προδιαθεσικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνισή τους όπως η κληρονομικότητα, τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων στο αίμα,  η παχυσαρκία και η μαύρη φυλή. Ως επιπρόσθετοι πιθανοί παράγοντες περιγράφονται ακόμη το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, ο διαβήτης και η υπέρταση.

Η ανάπτυξη των ινομυωμάτων επηρεάζεται κυρίως από τα οιστρογόνα και τη  προγεστερόνη. Αμφότερες έχουν μιτογενετικές επιδράσεις στα κύτταρα των λειομυωμάτων και  δρουν επηρεάζοντας έναν μεγάλο αριθμό παραγόντων ανάπτυξης, κυτοκινών, αποπτωτικών παραγόντων καθώς και άλλων ορμονών. Πιστεύεται ότι τα οιστρογόνα προωθούν την ανάπτυξη των ινομυωμάτων με την αύξηση των αυξητικών παραγόντων IGF-1, EGFR, TGF-beta1, TGF-beta3 και PDGF, συμβάλλουν στην  επιβίωση των κυττάρων των λειομυωμάτων με τη μείωση του παράγοντα p53, την αύξηση της έκφρασης του αντι-αποπτωτικού παράγοντα PCP4 και τον ανταγωνισμό της σηματοδότησης PPAR-gamma. Η προγεστερόνη προωθεί την ανάπτυξη των ινομυωμάτων μέσω της αύξησης των παραγόντων EGF, TGF-beta1 και TGF-beta3 και την συντήρησή τους μέσω της αύξησης της έκφρασης του Bcl-2 και της μείωσης του TNF-alpha.

Όσον αφορά την κληρονομικότητα, έχει φανεί ότι ο σχετικός κίνδυνος εμφάνισης ινομυωμάτων σε συγγενείς πρώτου βαθμού παρουσιάζεται αυξημένος κατά 2,5 φορές, με τη πιθανότητα να αυξάνεται περαιτέρω  κατά 6 φορές στις περιπτώσεις πρώιμης εμφάνισης ινομυωμάτων.

Συμπτώματα

Η συμπτωματολογία των ινομυωμάτων ποικίλει ευρέως ανάλογα με τη θέση, τον αριθμό και το μέγεθός τους. Στις περιπτώσεις ινομυωμάτων με μικρό μέγεθος, είναι πιθανόν να μην προκαλείται κανένα σύμπτωμα και να ανακαλύπτονται τυχαία κατά τη γυναικολογική ή υπερηχογραφική εξέταση.  Όταν, όμως, αποκτήσουν ικανό μέγεθος, μπορούν να εμφανιστούν διάφορα συμπτώματα όπως :

  • Κολπική αιμορραγία με διάφορους χαρακτήρες όπως : αυξημένη απώλεια αίματος κατά τη περίοδο, παράταση του χρόνου της περιόδου, σταγονοειδή αιμόρροια στα μεσοδιαστήματα της περιόδου ή κολπική αιμόρροια στην εμμηνόπαυση. Η αυξημένη απώλεια αίματος μπορεί να οδηγήσει σε πτώση του αιματοκρίτη και στην εμφάνιση αναιμίας.
  • Αίσθημα βάρους, φουσκώματος και πόνο χαμηλά στη κοιλιά λόγω της αύξησης  του μεγέθους και του όγκου του ινομυώματος και της μήτρας.
  • Πόνος κατά την περίοδο και την σεξουαλική επαφή.
  • Συχνοουρία ή/και δυσκοιλιότητα λόγω πίεσης της ουροδόχου κύστης και του εντέρου.
  • Οίδημα και εμφάνιση κιρσών λόγω πίεσης σε μεγάλα αγγεία.
  • Προβλήματα υπογονιμότητας

Τα ευμεγέθη  ινομυώματα (ιδίως >4 εκ.) μπορούν  να οδηγήσουν σε απόφραξη των σαλπίγγων ή να βλάψουν τις ωοθήκες.  Τα ευμεγέθη υποορογόνια ινομυώματα μπορούν να προκαλέσουν ανωμαλίες στην αγγείωση του ενδομητρίου και διαταραχή της ενδομήτριας φυσιολογίας, καθιστώντας το ενδομήτριο ακατάλληλο για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου. Τα υποβλεννογόνια ινομυώματα μπορεί να οδηγήσουν σε αυτόματες αποβολές κυρίως κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Επιπλέον, έχει αποδειχτεί ότι εμποδίζουν  την κίνηση των σπερματοζωαρίων και εν τέλει τη φυσιολογική σύλληψη και την εμφύτευση εμβρύων κατά τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  • Αυξημένη πιθανότητα αποβολής, αιμορραγίας στην εγκυμοσύνη ή πρόωρου τοκετού.

Διάγνωση

Η διάγνωση των ινομυωμάτων γίνεται, συνήθως, τυχαία κατά τη διάρκεια μιας γυναικολογικής και υπερηχογραφικής εξέτασης ρουτίνας ή κατά τον γυναικολογικό και απεικονιστικό έλεγχο λόγω ύπαρξης ενός ή περισσοτέρων συμπτωμάτων. Είναι ζωτικής σημασίας, λοιπόν, κάθε γυναίκα πέραν του τακτικού γυναικολογικού ελέγχου, να γνωρίζει και να αξιολογεί τα πιθανά συμπτώματα και να τα διερευνά όσο το δυνατόν συντομότερα.

 Η διάγνωση των ινομυωμάτων τίθεται από το ιστορικό, την αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση και το υπερηχογράφημα της πυέλου (διακοιλιακό ή διακολπικό). Η γυναικολογική εξέταση είναι ιδιαίτερα ακριβής, όταν το μέγεθος της μήτρας αντιστοιχεί σε αυτό μιας εγκυμονούσας  μήτρας 12 εβδομάδων (~300 γρ.) ή μεγαλύτερο. Στο υπερηχογράφημα, τα ινομυώματα απεικονίζονται  ως εστιακές μάζες με ετερογενή υφή, οι οποίες συνήθως προκαλούν σκιά. Το υπερηχογράφημα μπορεί  να προσδιορίσει την τοποθεσία, τον αριθμό  και το μέγεθος των ινομυωμάτων. Τα ινομυώματα μπορούν επίσης να προσδιοριστούν με τη χρήση αξονικής ή μαγνητικής τομογραφίας. Με εξαίρεση ίσως τη μαγνητική τομογραφία, τόσο το υπερηχογράφημα όσο και η αξονική τομογραφία δεν μπορούν να διαχωρίσουν σαφώς τα καλοήθη από τα κακοήθη ινομυώματα (σαρκώματα) της μήτρας. Η κλινική υποψία για κακοήθες ινομύωμα προκύπτει σε περίπτωση ταχείας ανάπτυξης του ινομυώματος ύστερα από παρακολούθηση κυρίως μετά την εμμηνόπαυση.

Θεραπεία

Ο τρόπος αντιμετώπισης εξαρτάται από το μέγεθος, τον αριθμό και τη θέση τους, τη σοβαρότητα των προβλημάτων που προκαλούν, την ηλικία της γυναίκας καθώς και την επιθυμία διατήρησης ή όχι της αναπαραγωγικής ικανότητας. Συνήθως, τα  ινομυώματα μικρού μεγέθους με λίγα ή και καθόλου συμπτώματα, χρειάζονται μόνο τακτική παρακολούθηση με υπερηχογραφικό έλεγχο ανά εξάμηνο.

Με εξαίρεση την υστερεκτομή, όλες οι υπόλοιπες υφιστάμενες θεραπείες αποσκοπούν στην ελάττωση ή εξαφάνιση των συμπτωμάτων με τη διακοπή της αιμορραγίας, την εξάλειψη του πόνου και τη διατήρηση της λειτουργικότητας της μήτρας.

 Διακρίνονται οι εξής θεραπευτικές προσεγγίσεις :

    1. Φαρμακευτική αντιμετώπιση

  • Αντισυλληπτικά και μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη

Τα αντισυλληπτικά χάπια αν και χρησιμοποιούνται ευρέως για την αντιμετώπιση των ανωμαλιών της εμμήνου ρύσεως και της δυσμηνόρροιας, εντούτοις η συμβολή τους στην μείωση της έντασης και του αριθμού των αιμορραγικών επεισοδίων καθώς και του πόνου στις γυναίκες με ινομυώματα, παραμένει αμφιλεγόμενη. Αμφιλεγόμενη παραμένει και η αποτελεσματικότητα των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων στη καταπολέμηση του πόνου που προκαλείται από τα ινομυώματα.

  • Ενδομήτριο σπείραμα Mirena

Διάφορες μελέτες υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα του ενδομήτριου σπειράματος Mirena στην αντιμετώπιση της αιμορραγίας σε γυναίκες με ινομυώματα, παρότι  στις γυναίκες αυτές υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αποβολής του σπειράματος.

  • Αγωνιστές GnRH

Οι αγωνιστές GnRH (οξεική λευπρορελίνη, τριπτορελίνη) προκαλούν αμηνόρροια και παρέχουν κατά 35-65% μείωση του όγκου των ινομυωμάτων μέσα σε 3 μήνες από την έναρξη της θεραπείας. Εντούτοις, τα αποτελέσματα της θεραπείας με GnRH αγωνιστές είναι προσωρινά, με σταδιακή αύξηση του μεγέθους των όγκων μέσα σε μερικούς μήνες από τον τερματισμό της θεραπείας. Επιπροσθέτως, τα συμπτώματα της ιατρογενούς εμμηνόπαυσης και η δυσμενής επίδραση του υποοιστρογονισμού στην οστική μάζα περιορίζουν τη χρήση της θεραπείας μέχρι 6 μήνες.

  • Αναστολείς αρωματάσης

Οι αναστολείς αρωματάσης (αναστροζόλη, λετροζόλη, εξεμεστάνη) εμποδίζουν την ωοθηκική και περιφερική παραγωγή οιστρογόνων και μειώνουν τα επίπεδα της οιστραδιόλης μετά από 24 ώρες θεραπείας. Έχουν λιγότερες παρενέργειες από τους GnRH αγωνιστές, αλλά και ταχύτερη δράση.

  • Ανταγωνιστές προγεστερόνης

Δρουν στο επίπεδο των υποδοχέων της προγεστερόνης, οι οποίοι ανευρίσκονται σε αφθονία στα ινομυώματα. Η μιφεπριστόνη είναι ο πιο μελετημένος ανταγωνιστής της προγεστερόνης. Πρόσφατες  μελέτες αναφέρουν μείωση του όγκου των ινομυωμάτων κατά 26-74%. Η μείωση του όγκου φαίνεται να είναι ανάλογη με εκείνη που επιτυγχάνεται με τη χρήση GnRH αγωνιστών, αλλά η υποτροπή των ινομυωμάτων φαίνεται να είναι βραδύτερη μετά από τη χρήση της μιφεπριστόνης. Πιθανή παρενέργεια από τη χρήση της μιφεπριστόνης είναι η υπερπλασία του ενδομητρίου χωρίς ατυπία (14-28%).

    2. Εμβολισμός μητριαίας αρτηρίας (ΕΜΑ)

Πρόκειται για μια ακτινολογική επεμβατική τεχνική και εναλλακτική λύση της υστερεκτομής. Πραγματοποιείται  με διαδερμικό καθετηριασμό από την μηριαία αρτηρία κατόπιν ακτινοσκοπικής προσέγγισης της μητριαίας αρτηρίας και έγχυση  σωματιδίων PVA (πολυβινυλ-αλκοόλης) ή μικροσφαιριδίων ακρυλικής ζελατίνης και  αποσκοπεί στη μείωση της παροχή αίματος προς τα ινομυώματα με τελικό αποτέλεσμα  τη σμίκρυνσή τους. Η αποτελεσματικότητα της τεχνικής στην ελάττωση της αιμορραγίας αγγίζει το 80-100%  και το 40-60% στη μείωση των συμπτωμάτων πίεσης.

Οι πιθανές επιπλοκές αφορούν είτε στον καθετηριασμό, είτε στις επιπτώσεις της ισχαιμίας της μήτρας που μπορεί να προκαλέσει η νέκρωση των ινομυωμάτων με την εμφάνιση σηπτικής εικόνας και την αποβολή τους. Οφείλει να τονιστεί ότι η επιθυμία μελλοντικής τεκνοποίησης αποτελεί αντένδειξη για τη διενέργεια του εμβολισμού καθώς υπάρχει ο κίνδυνος της ωοθηκικής ανεπάρκειας, ενώ τα αποτελέσματα στη γονιμότητα και την κύηση είναι άγνωστα (λόγω ακτινοβολίας)

    3. Συντηρητικές χειρουργικές επεμβάσεις

  • Λαπαροτομική εκπυρήνιση ινομυώματος (Ινομυωματεκτομή)

Η ινομυωματεκτομή είναι η χειρουργική αφαίρεση ενός ή περισσοτέρων ινομυωμάτων με διατήρηση της μήτρας . Προτείνεται σε νεαρές συνήθως γυναίκες  που θέλουν να διατηρήσουν την ικανότητα τεκνοποίησης ή σε γυναίκες που δεν επιθυμούν να αφαιρέσουν τη μήτρα τους. Στατιστικά, το 15% των γυναικών που υποβάλλονται σε ινομυωματεκτομή θα παρουσιάσουν  υποτροπή των ινομυωμάτων, ενώ το 10% θα υποβληθούν τελικά σε υστερεκτομή μέσα στα επόμενα 5-10 έτη. Απαραίτητη είναι  η ενημέρωση της ασθενούς ότι υπάρχει το ενδεχόμενο υστερεκτομής  ως διεγχειρητική επιπλοκή της επέμβασης.

  • Λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή

Η αφαίρεση των ινομυωμάτων γίνεται με τον ίδιο  τρόπο όπως και σε ένα ανοιχτό χειρουργείο (λαπαροτομία) με τη διαφορά  ότι  η είσοδος στην κοιλιακή χώρα γίνεται μέσω μίας μικρής τομής (στον ομφαλό) στην οποία εισάγεται μία κάμερα υψηλής ευκρίνειας και επιπλέον  δύο ή τριών ακόμη μικρών τομών, αντί μίας  χειρουργικής τομής στην κοιλιά και μετέπειτα διάνοιξης των κοιλιακών τοιχωμάτων (λαπαροτομία). Η αφαίρεση των ινομυωμάτων, ακόμα και των μεγαλύτερων, γίνεται από μία οπή περίπου 2cm με τη χρήση ενός ειδικού εργαλείου (morcellator).

Η λαπαροσκοπική μέθοδος εμφανίζει αρκετά πλεονεκτήματα όπως η  μειωμένη απώλεια αίματος/μειωμένη αιμορραγία, ο συντομότερος χρόνος νοσηλείας  (συνήθως απαιτείται ένα 24ωρο), η γρηγορότερη ανάρρωση και  λιγότερος μετεγχειρητικός πόνος. Ο κίνδυνος υποτροπής των ινομυωμάτων υπολογίζεται στο 33% στους επόμενους 27 μήνες από την επέμβαση. Συνιστάται συνήθως σε περιπτώσεις ινομυωμάτων με μέγεθος 6-8 εκατοστών,  πολλαπλών, ή με βαθιά ενδοτοιχωματική εντόπιση. Στο 60% των περιπτώσεων λαπαροσκοπικής προσέγγισης αναφέρεται ο σχηματισμός ενδοκοιλιακών συμφύσεων, ενώ υπάρχει περίπτωση μετατροπής της λαπαροσκοπικής επέμβασης σε ανοιχτό χειρουργείο επί διεγχειρητικών επιπλοκών.

  • Υστεροσκοπική ινομυωματεκτομή

Η μέθοδος εφαρμόζεται για την αφαίρεση υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων, των οποίων  το μεγαλύτερο μέρος προβάλλει στην κοιλότητα της μήτρας. Μετά από την διάταση της μητρικής κοιλότητας με φυσιολογικό ορό, η διαδικασία περιλαμβάνει την είσοδο του υστεροσκοπίου, διαμέτρου 1cm,  στη μήτρα μέσω του τραχήλου. Μέσα από αυτό περνάει ένα ειδικό ηλεκτρόδιο, το οποίο αφαιρεί το ινομύωμα μέσω του κόλπου. Απαραίτητη πριν την επέμβαση είναι η σωστή ταξινόμηση των υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων:

  • Grade 0, ινομύωμα πλήρως εντοπισμένο στην κοιλότητα
  • Grade Ι, ινομύωμα λιγότερο από 50% ενδοτοιχωματικό
  • Grade ΙΙ, ινομύωμα περισσότερο από 50% ενδοτοιχωματικό

Η κύρια ένδειξη της υστεροσκοπικής προσπέλασης είναι τα Grade 0 υποβλεννογόνια ινομυώματα, ενώ όσον αφορά το μέγεθος, θεωρείται ότι τα 3-4 εκ. αποτελούν το ανώτερο όριο για την επιλογή της μεθόδου. Η μέθοδος εμφανίζει αρκετά πλεονεκτήματα όπως ο ελάχιστος χρόνος νοσηλείας  και το χαμηλό ποσοστό επιπλοκών, ενώ υπερτερεί έναντι τόσο της λαπαροτομικής όσο και λαπαροσκοπικής ινομυωματεκτομής επί της μελλοντικής γονιμότητας. Η χορήγηση GnRH αναλόγων για 3 μήνες προ της επέμβασης μειώνει την αιμορραγία, το μέγεθος του ινομυώματος, την παροχή αίματος στη μήτρα και στο ινομύωμα και λεπταίνει το ενδομήτριο καθιστώντας ευκολότερη τη διενέργεια της επέμβασης.

    4.Ριζική χειρουργική επέμβαση – Υστερεκτομή

Η ολική υστερεκτομή προσφέρει τη οριστική λύση στο πρόβλημα των συμπτωμάτων που προκαλούνται από την παρουσία των ινομυωμάτων και προτείνεται είτε όταν δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική είτε επί αντένδειξης ή αποτυχίας των  φαρμακευτικών  ή  συντηρητικών αγωγών. Αν και αποτελεί τη συνήθη επιλογή σε γυναίκες με συμπτωματικά ινομυώματα  άνω των 45 ετών ή σε γυναίκες που έχουν ολοκληρώσει τον οικογενειακό τους προγραμματισμό, οι απόλυτες ενδείξεις περιλαμβάνουν την ύπαρξη πολλαπλών ινομυωμάτων και την υποψία κακοήθους εξαλλαγής των ινομυωμάτων.  Παράλληλα, η μέθοδος αντιμετωπίζει αποτελεσματικά και άλλες παθήσεις που μπορεί να  συνυπάρχουν όπως η πυελική χαλάρωση, οι τραχηλικές δυσπλασίες ή η αδενομύωση της μήτρας. Στις δε περιπτώσεις όπου η υστερεκτομή προτείνεται για την αντιμετώπιση μηνορραγίας από ινομυώματα, θα πρέπει οπωσδήποτε πριν την εκτέλεσή της, να έχουν αποκλειστεί άλλα αίτια αιμορραγίας της μήτρας μέσω εκτέλεσης διαγνωστικής απόξεσης και λήψης  βιοψίας του ενδομητρίου,  ιδίως σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.

Ανεξάρτητα από την οδό προσπέλασης (κοιλιακή, κολπική, λαπαροσκοπικώς υποβοηθούμενη), τα ποσοστά βελτίωσης των προεγχειρητικών συμπτωμάτων  των ασθενών αγγίζουν το 90%. Επιπλέον, η υστερεκτομή δεν φαίνεται να επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή της γυναίκας καθώς η αφαίρεση της μήτρας και του τραχήλου δεν μεταβάλλει ουσιαστικά το μήκος του κόλπου. Σε εμμηνοπαυσιακές ασθενείς, η υστερεκτομή δεν προκαλεί κάποια ιδιαίτερη μεταβολή, παρά μόνο την εξαφάνιση των συμπτωμάτων. Σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, όπου δεν περιλαμβάνεται και η ταυτόχρονη αφαίρεση των ωοθηκών, η παραγωγή των ορμονών συνεχίζεται κανονικά παρά την εξαφάνιση της περιόδου λόγω αφαίρεσης της μήτρας. Αν, όμως, η επέμβαση περιλαμβάνει και την αφαίρεση των ωοθηκών, προκαλείται ιατρογενής εμμηνόπαυση η οποία ενδεχομένως θα διορθωθεί με ορμονοθεραπεία υποκατάστασης.

Ινομυώματα και εγκυμοσύνη

Αν και η διάγνωση των ινομυωμάτων ,τις περισσότερες φορές, έχει τεθεί πριν την εγκυμοσύνη, εντούτοις σε γυναίκες που δεν έχουν υποβληθεί σε πρόσφατη εξέταση, ο προγεννητικός υπερηχογραφικός έλεγχος δύναται να διαπιστώσει την ύπαρξή τους. Υπολογίζεται ότι ινομυώματα συνυπάρχουν σε ένα ποσοστό 4-5% των κυήσεων  και συνήθως δεν προκαλούν κάποιο σύμπτωμα ή δεν δημιουργούν κάποιο πρόβλημα. Το μέγεθος, η εντόπιση και η απόστασή τους από τη θέση εμφύτευσης του πλακούντα είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση και την εμφάνιση πιθανών επιπλοκών.

Η επίδραση της κύησης στα χαρακτηριστικά των ινομυωμάτων, αν και διαφορετική σε κάθε γυναίκα, χαρακτηρίζεται γενικά από την αύξηση του μεγέθους τους, ειδικά στο 1ο και στο 2ο τρίμηνο ως αντίδραση στην αύξηση των οιστρογόνων καθώς και των οιστρογονικών και προγεσταγονικών υποδοχέων. Γενικά, τα ινομυώματα αυξάνονται κάτω από την επίδραση των ίδιων παραγόντων που συμβάλλουν στην αύξηση του μεγέθους της φυσιολογικής μήτρας. Επιπλέον, σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να υποστούν μείωση στην αιμάτωση τους με επακόλουθες εκφυλιστικές αλλοιώσεις (ερυθρά ή κυστική εκφύλιση).

Οι πιθανές επιπλοκές μπορούν, χρονικά, να διακριθούν σε αυτές που αφορούν το διάστημα πριν την επίτευξη της εγκυμοσύνης, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατά τον τοκετό και μετά τον τοκετό.

  • Πριν την επίτευξη της εγκυμοσύνης

Ευμεγέθη  ινομυώματα (ιδίως >4 εκ.) μπορεί να οδηγήσουν σε απόφραξη των σαλπίγγων ή να βλάψουν τις ωοθήκες, ενώ ευμεγέθη υποορογόνια ινομυώματα μπορεί να προκαλέσουν ανωμαλίες στην αγγείωση του ενδομητρίου και διαταραχή της ενδομήτριας φυσιολογίας, καθιστώντας το ενδομήτριο ακατάλληλο για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου. Δύναται, επιπλέον, να εμποδίσουν  την κίνηση των σπερματοζωαρίων και εν τέλει τη φυσιολογική σύλληψη καθώς και την εμφύτευση εμβρύων κατά τη διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Η παρουσία ενός ή περισσοτέρων ινομυωμάτων στη μήτρα μπορεί να οδηγήσει σε  ανωμαλίες που αφορούν στην εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου και του πλακούντα. Η εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου μπορεί να γίνει σε ένα υποβλεννογόνιο ινομύωμα με υπαρκτή τη πιθανότητα αποβολής του κυήματος ή εκτός της ενδομήτριας κοιλότητας με την ανάπτυξη εξωμητρίου κυήσεως.

  • Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης

Η εμφύτευση του πλακούντα μπορεί, λόγω της παρουσίας ενός ή περισσοτέρων ινομυωμάτων, να συμβεί χαμηλά στον τράχηλο με αποτέλεσμα  την πιθανή εμφάνιση αιμορραγικών επεισοδίων με ή χωρίς πόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η σοβαρότητα των οποίων ποικίλει αναλόγως της έντασης της αιμορραγίας και της κατάστασης του πλακούντα. Επίσης, η εμφύτευση του πλακούντα κοντά ή πάνω σε ένα ινομύωμα μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή, πρόωρο τοκετό, πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα, πρόωρη ρήξη των υμένων ή ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης.

Η αύξηση του μεγέθους των ινομυωμάτων οδηγεί συχνά στην ανεύρεση μήτρας μεγαλύτερων διαστάσεων από την ηλικία κύησης, κατά τις μετρήσεις στην τακτική παρακολούθηση.  Η αύξηση του μεγέθους μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση διαταραχών ούρησης, πόνου και τοπικής ευαισθησίας.

Ινομυώματα που βρίσκονται στο κατώτερο μέρος της μήτρας ή κοντά στον τράχηλο μπορεί να εμποδίσουν την εμπέδωση της  κεφαλής του εμβρύου προδιαθέτοντας σε ανώμαλες θέσεις και προβολές,  οδηγώντας σε αύξηση των ποσοστών της καισαρικής τομής.

  • Κατά τον τοκετό και μετά τον τοκετό

Η ανεύρεση ανώμαλων θέσεων και προβολών λόγω παρεμπόδισης της εμπέδωσης  της κεφαλής είναι κάτι που θα πρέπει να έχει αξιολογηθεί εκ των  προτέρων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο τρόπος του τοκετού θα πρέπει να έχει αποφασιστεί πριν από την έναρξή του. Η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων ευμεγεθών ινομυωμάτων χαμηλά στον τράχηλο μπορεί να οδηγήσει στην αδυναμία αποπεράτωσης του κολπικού τοκετού  με αποτέλεσμα την αναπόφευκτη διενέργεια της καισαρικής τομής. Τα ινομυώματα και ειδικά τα ευμεγέθη, δύναται να μειώσουν την συσταλτικότητα του μυομητρίου με αποτέλεσμα την παράταση της διάρκειας ή την αδυναμία εξέλιξης του τοκετού και την δυστοκία, αυξάνοντας περαιτέρω την συχνότητα της καισαρικής τομής. Αυξημένη αιμορραγία κατά την υστεροτοκία, κατακράτηση τμήματος του πλακούντα, αυξημένη αιμορραγία στη καισαρική τομή είναι επίσης πιθανές επιπλοκές.

Μετά τον τοκετό, πιθανά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν είναι οι δευτεροπαθείς λοιμώξεις και αιμορραγίες και η καθυστέρηση της παλινδρόμησης της μήτρας.

Η παρακολούθηση των ινομυωμάτων στην εγκυμοσύνη οφείλει και πρέπει να είναι εντατική. Μετά την επιβεβαίωση της διάγνωσης συνιστάται συντηρητική αντιμετώπιση και παρακολούθηση. Γενικά, η ινομυωματεκτομή αντενδείκνυται στην εγκυμοσύνη  αλλά και στην καισαρική τομή λόγω του ιδιαιτέρως αυξημένου κινδύνου αιμορραγίας με μόνη, ίσως, εξαίρεση τα υποορογόνια ινομυώματα με λεπτή βάση ή μίσχο.